ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ

BALKAN WARS 1912

.

1913

ΑΞΙΟΣ . ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (26 Οκτωβρίου 1912)

Μετά τη μάχη των Γιαννιτσών ο Τουρκικός στρατός σπαραγμένος αποσύρθηκε προς την ανατολική όχθη του Αξιού, η μεγάλη γέφυρα του οποίου είχε καταστραφεί. Ο στρατός 15.000 ανδρών περίπου ήταν ακατάλληλος για μάχη. Το ηθικό τους είχε καταρρακωθεί, οι άνδρες έφευγαν κατά ομάδες και οι αξιωματικοί, κραδαίνοντας περίστροφα και χρησιμοποιώντας μαστίγια, προσπαθούσαν να τους συγκρατήσουν στις θέσεις τους. Το Γενικό Επιτελείο τον Τούρκων κατέβαλε προσπάθειες να ανασχηματίσει σε τάγματα τα λείψανα του στρατού που είχαν διαφύγει από τα Γιαννιτσά.

Από την άλλη πλευρά του ποταμού το Ελληνικό στράτευμα προήλαυνε κατά μήκος της οδού προς Μεντεσέ όπου κατασκήνωσε εν τέλει. Απέναντι σε 60.000 Έλληνες, οι Τούρκοι και στα δύο στρατόπεδα (το άλλο στο Τοψίν) είχαν μόνο 25.000 άνδρες με κατεστραμμένο το ηθικό, εξαντλημένους και πειναλέους, των οποίων ο αριθμός μειωνόταν καθημερινά από αθρόες λιποταξίες. (Τοψίν=Η Γέφυρα είναι κωμόπολη του νομού Θεσσαλονίκης. Η Γέφυρα σήμερα είναι η έδρα του δήμου Χαλκηδόνος που προέκυψε από τη συνένωση των δήμων Αγίου Αθανασίου, Κουφαλίων και Χαλκηδόνας, σύμφωνα με το πρόγραμμα «Καλλικράτης». Η παλαιά ονομασία: Τόψι, Τοψίν) Στους λόφους του Λαγκαδά τα Τουρκικά στρατεύματα καταγίνονταν με την ανόρυξη χαρακωμάτων.

Οι Έλληνες προχώρησαν με την 6η Μεραρχία προς τα αριστερά και κατέλαβαν την πόλη και τον σταθμό Γουμέντζας (Γουμένισσα), κυριεύοντας τη γέφυρα που ζευγνύει στο σημείο αυτό τον Αξιό. Αποδείχθηκαν υπέρτεροι των Τούρκων στην οργάνωση, στη στρατηγική και την αποτελεσματικότητα.

Ο ΤΟΡΠΙΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ «ΦΕΤΤΗ ΜΠΟΥΛΛΕΝ» ΑΠΟ ΤΟΝ Ν. ΒΟΤΣΗ

Θεσσαλονίκη. Λίγες μέρες πριν την Ελληνική κατοχή: Στα Γιαννιτσά βρίσκονταν οι Έλληνες, στο Κυπριλί (Βελεσσά) οι Σέρβοι, στη Στρώμνιτσα και το Δεμίρ Ισσάρ οι Βούλγαροι, ενώ πέρα από το σημείο δυνατότητας βολής των Τούρκων, στο Καραμπουρνού, περιπολούσε ο Ελληνικός στόλος. Το Ελληνικό στοιχείο της Θεσσαλονίκης ζούσε με την κρυφή χαρά της μελλοντικής του απελευθέρωσης.

Στο Βρετανικό Προξενείο οι αντιπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων συσκέφθηκαν σχετικά με τα μέτρα τα οποία έπρεπε να ληφθούν για την προστασία των υπηκόων τους σε περίπτωση πανικού, διαρπαγής ή σφαγής, διότι η θέση των Χριστιανών κατοίκων είχε πραγματικά καταστεί κρίσιμη και δεν υπήρχε καμία ελπιδοφόρα πληροφορία για άφιξη των αναμενόμενων πολεμικών Ευρωπαϊκών πλοίων.

Εν τούτοις, μέχρι την ημέρα που θα διαλυόταν η Τουρκική χωροφυλακή, πράγμα που συνέβη λίγες μέρες μετά τη συνθηκολόγηση, και μέχρι την ημέρα εισόδου των Ελλήνων και λίγο αργότερα των Βουλγαρικών στρατευμάτων, η πόλη ζούσε ήρεμα, κανείς δεν ενοχλήθηκε, κανένα σπίτι δε λεηλατήθηκε καμιά ενδημική νόσος δεν εκδηλώθηκε (τούτο προς τιμήν των Τούρκων).

Το απόγευμα της 16ης/29ης Οκτωβρίου η Γερμανική «Φυλακίς» (= είδος πλοίου) «Λορελάυ» αγκυροβόλησε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.

Την κοινή γνώμη απασχολούσε η τύχη του Αβδούλ Χαμήτ. Οι Γερμανοί μετέφεραν τον έκπτωτο τύραννο σε ασφαλέστερα εδάφη, προκειμένου να μην πέσει αργότερα στα χέρια των Ελλήνων. Η μεταφορά του έγινε ανεπίσημα. Στις 30 Οκτωβρίου ο Χαμήτ, οι δεκατρείς σύζυγοί του και η ακολουθία του οδηγήθηκαν με κλειστές άμαξες σε μια αποβάθρα της Θεσσαλονίκης και από εκεί διαπεραιώθηκαν στο Γερμανικό πλοίο (Λορελάυ) το οποίο σήκωσε άγκυρες και αναχώρησε.

Στις 11:30 πριν τα μεσάνυχτα της ίδιας ημέρας ένα μικρό ελληνικό τορπιλλοβόλο, αψηφώντας τα μεγάλα τηλεβόλα του Καραμπουρνού, κατόρθωσε να μπει στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και να τορπιλλίσει την παροπλισμένη Τουρκική κανονιοφόρο «Φεττή Μπουλλέν» που βρισκόταν ανάμεσα σε άλλα πλοία.

Επρόκειτο για το υπαριθμόν 11 τορπιλοβόλλο του Ελληνικού στόλου που είχε ναυπηγηθεί το 1884 και είχε διοικητή του τον υποπλοίαρχο Βότση. Οι τορπίλες που εκτόξευσε ήταν παλαιές Τύπου Whitehead του 1870. Συνολικά ρίχτηκαν δύο τορπίλες. Η βύθιση του «Φεττή Μπουλέν» επέφερε πλήγμα στο ηθικό των Τούρκων.

ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΜΕ ΤΟ «ΣΦΑΚΤΗΡΙΑ» . Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ

Την επομένη το Αγγλικό πολεμικό πλοίο «Hampshire» έμπαινε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Σταδιακά, Αγγλικά και άλλα ξένα πολεμικά πλοία εξακολουθούσαν να καταφθάνουν, μέχρις ότου το λιμάνι της Θεσσαλονίκης δέχτηκε αρκετά σεβαστή δύναμη διεθνούς στόλου.

Στο βιβλίο του Κρώφορδ Πράις διαβάζουμε:

«Οι κυβερνήται των ξένων πολεμικών, φοβούμενοι μήπως τα εξαιρετικώς χρήσιμα ταύτα πλοιάρια συνελαμβάνοντο ως λεία πολέμου, συνήλθον εις επίσημον συμβούλιον και απεφάσισαν να τα θέσουν υπό την σκέπην της Γαλλικής σημαίας. Όταν επομένως, μετά την συνθηκολογίαν της πόλεως, εισέπλευσεν εις τον λιμένα η «Σφακτηρία», οδηγούσα τον στόλον των μεταγωγικών φερόντων φορτία αλεύρου, ο κυβερνήτης της εχαιρέτησε την σημαίαν της πλοηγικής ατμακάτου. Αλλά το τοιούτον ήταν παραπολύ διά τα αισθήματα του πλοιάρχου – Εφένδη. Είτε υπό Γαλλικήν, είτε υπό άλλην σημαίαν, η μουσουλμανική ψυχή δεν του επέτρεπε να οδηγήση Ελληνικόν πολεμικόν σκάφος εις τη Θεσσαλονίκην και ηρνήθη να υπακούση εις την πρόσκλησιν. Άσφαιρος βολή ριφθείσα κατ’ αυτού δεν ίσχυσε να επηρεάση τον Τούρκον, αλλ’ όταν το Ελληνικό σκάφος συνεπλήρωσε την πρώτην βολήν δια δευτέρας, ενσφαίρου ήδη, ο Τούρκος πλοηγός κατεδέχθη να εκτελέση το έργον του.

Το πράγμα θα ετελείωνεν, άνευ περαιτέρω θορύβου, αλλ’ ο κυβερνήτης του Γαλλικού καταδρομικού «Bruix», ανήρ ζωηρού χαρακτήρος, θεωρήσας ότι η τοιαύτη δράσις του Ελληνικού σκάφους υπήρξε προσβλητική διά την Γαλλικήν σημαίαν, η οποία έσκεπε την πλοηγικήν ατμάκατον, διέταξε τα πληρώματά του να παρασκευασθούν προς πολεμικήν δράσιν, ηπείλησε δε να διατρυπήση δια εμβόλου του την «Σφακτηρία», αν μη εδίδετο αμέσως ικανοποίησις εις την προσβληθείσαν εθνικήν φιλοτιμίαν.

Τοιουτρόπως, ήλθεν ήδη η σειρά της «Σφακτηρίας» να υποχωρήση, ενώπιον δε αγημάτων εκ των Αγγλικών, Ρωσσικών και Αυστριακών Θωρηκτών, επισήμως παραταχθέντων επί του καταστρώματος του «Bruix», εδόθη ικανοποίησις, χαιρετισθείσης επισήμως της τριχρόου σημαίας της Δημοκρατίας.

Εύγλωττον απόδειξιν του μεγέθους και της σοβαρότητος της Τουρκικής ήττης απετέλουν αι χιλιάδες των προσφύγων, οι οποίοι συνέρρεον εις την Θεσσαλονίκην δίκην σμήνους ακρίδων. Έντρομοι και πανικόβλητοι, φεύγοντες, όπως σώσωσι την ζωήν των, προ της Σερβοβουλγαρικής προελάσεως προς τα βόρεια και τα ανατολικά, εσταμάτων τα προς νότον κατευθυνόμενα τραίνα του σιδηροδρόμου, αναρριχώμενοι δε επί των μηχανών, των βαθμίδων, των όπισθεν ελασμάτων και επί της οροφής των βαγονιών, υφίστατο το δριμύτατον χειμερινόν ψύχος της νυκτός και την εκ του καπνού πνιγμονήν εντός των σιδηροδρομικών σηράγγων, εν τη αγωνιώδει των σπουδή, όπως φθάσουν εις ασφαλές άσυλον. Ουχί περισσότεροι των 50% εξ εκείνων οι οποίοι εξεκίνουν διά το κινδυνώδες αυτό ταξείδιον, έφθανον εις τον προορισμόν των. Οι λοιποί είτε κατεπατούντο, είτε εγκατελείποντο αβοήθητοι υπό της μάζης των φευγόντων προς σωτηρίαν, προσκολλημένοι εις την λάσπην του δρόμου. Το αγώνισμα ήτο δια τους ισχυρούς οργανισμούς. ο ασθενής εγκαταλείπετο εις την τύχην του. Όχι ολίγοι, αποναρκωμένοι εκ του ψύχους, διωλίσθαινον από της ακροσφαλούς θέσεως, την οποίαν κατείχον προσκολλημένοι επί του τραίνου, και εξηφανίζοντο, χωρίς η εξαφάνισίς των να εφελκύη την προσοχήν ή να προκαλή την λύπην των κατεπτοημένων συντρόφων των.

Οι πρώτοι αφιχθέντες ετοποθετήθησαν αμέσως εις τα τεμένη και τα σχολεία της πόλεως, αλλ’ επειδή ο αριθμός των προσφύγων ηυξάνετο διαρκώς, τα διαθέσιμα οικήματα ταχέως επληρώθησαν και οι μετέπειτα ερχόμενοι εγκαταλείποντο εις την τύχην των.

Αι κακουχίαι, τας οποίας συνεπήγετο η κατάστασις αύτη, θα ήσαν σχετικώς μηδαμιναί, εάν αι καιρικαί συνθήκαι ήταν ευνοϊκότεραι, αλλ’ ο καιρός ήτο ασυνήθως ψυχρός, και τα δυστυχή πλάσματα ήσαν υποχρεωμένα να ζητούν καταφύγιον προς προστασίαν κατά του ψύχους όπισθεν τοίχων και να περικαλύπτωνται διά παντοίων ρακών, όπως προφυλαχθώσι κατά των αδιακόπων καταρρακτών του ουρανού και των παγερών πνοών του βορρά, αι οποίαι κατήρχοντο από τα πέριξ χιονοσκεπή βουνά.

Αλλά δια την Θεσσαλονίκην υπήρχε και εις άλλος κίνδυνος, σοβαρώτερος από την προέλασιν των εχθρικών στρατιών, και ούτος ήτον η πιθανότης ενσκήψεως επιδημικών νόσων.

Έβλεπέ τις επιτόκους γυναίκας κυλιομένας εις την λάσπην και την ακαθαρσίαν, ως εκ της ευτελούς απουσίας και της στοιχειωδεστέρας υγειονομικής προφυλάξεως, και μη εχούσας ουδέ κάν μίαν ψάθαν επί της οποίας να κατακλιθώσιν. έβλεπε τις γυναικόπαιδα λιμοκτονούντα δι’ έλλειψιν ενός τετάρτου άρτου.

Τα στρατόπεδα παρουσίαζαν αληθώς σπαραξικοκάρδιον θέμα. εκατοντάδες κατέκειντο επί του εδάφους θνήσκοντες εκ της πείνης και του ψύχους, ενώ η ευλογιά και άλλαι ακόμη υπουλότεροι νόσοι είχον ήδη εκδηλώσει την τρομεράν εμφάνισίν των.

Φιλάνθρωποι κυρίαι και κύριοι, ενεργούντες επί τη βάσει χρηματικών εισφορών αι οποίαι είχον αποσταλή εξ Ευρώπης, εθυσιάζοντο εις μίαν τεραστίαν προσπάθειαν, όπως ανακουφίσωσι την γενικήν δυστυχίαν και ειργάζοντο εν μέσω συνθηκων φρικιαστικής ακαθαρσίας… Κατώρθωσαν να ιδρύσουν έν μικρόν νοσοκομείον δια την θεραπείαν πασχουσών γυναικών, αλλ’ αι προσπάθειαί. των κατ’ εξεμηδενίζοντο, όταν είχον επεκταθή επί πλήθους 40 χιλ. προσφύγων, όσοι είχον συρρεύσει, και αδιακόπως συνέρρεον, εις την πόλιν.

Ταυτοχρόνως, με την άφιξιν του πρώτου αριθμού των προσφύγων κατέφθανον το εν μετά το άλλο τραίνα κατάφορτα εκ Τούρκων τραυματιών του Κουμανόβου. Πολλοί κατέφθανον ήδη νεκροί εκ των πληγών των και του ψύχους εις το οποίον ήσαν εκτεθειμένοι. οι λοιποί κατενέμοντο εις τα στρατιωτικά νοσοκομεία, όπου εν τέλει κατώρθωναν να βάλουν κάτι εις το στόμα των, μετά πείναν πολλάκις τετραημέρου διαρκείας.

Η επί του χάρτου οργάνωσις της ιατρικής υπηρεσίας του Τουρκικού στρατού ήτο αρκετά ικανοποιητική. Με εκάστην μεραρχίαν έπρεπε να ευρίσκοντο δύο κινητά νοσοκομεία, έκαστον περιλαμβάνον 200 κλίνας και υπηρετούμενον υπό τεσσάρων ιατρών, δύο αξιωματικών και 108 ανδρών. Έκαστον νοσοκομείον είχε και μίαν εγχειρητικήν τράπεζαν. Η μεταφορά των σοβαρώς τραυματισμένων εγίνετο – σύμφωνα, εννοείται, με την ύπαρξιν ή την μη ύπαρξιν οδών – διά των πρωτογόνων και παν άλλο ή αναπαυτικών αμαξών νοσοκομειακής υπηρεσίας, δια των οποίων ήτο εφοδιασμένος ο Τουρκικός στρατός, ή εντός φορείων, τα οποία τα οποία εκρεμώντο από φορτηγών ημιόνων. Αι κύριαι έδραι νοσοκομειακής υπηρεσίας είχον ορισθή προσωρινώς εις Ιπέκ, Πριστίναν, Σκόπια και Μοναστήριον. Μόνον αι σοβαραί περιπτώσεις θα μετεφέροντο εις τα κεντρικά νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης, όπου υπήρχε χώρος διά 7 χιλιάδες τραυματίες.

Διά την σιδηροδρομικήν μεταφοράν, αι αρχαί εστηρίζοντο επί τριάκοντα καλώς εξηρτημένων και εφωδιασμένων Γερμανικών βαγονιών νοσοκομειακής υπηρεσίας, εκάστου περιλαμβάνοντος οκτώ κλίνας. απέναντι όμως της καταφανούς ανεπαρκείας του μεταφορικού τούτου μέσου, οι Τούρκοι απεφάσισαν να δημιουργήσουν πρόσθετον χώρον διά της αναρτήσεως φορείων, εν είδει αιωρών, από της οροφής των συνήθων φορτηγών τραίνων.

Παρεκτός της ιατρικής ταύτης οργανώσεως του στρατού, η εταιρεία της Ερυθράς Ημισελήνου, υπό την διεύθυνση του Δρος Ναζίμ μπέη, του γνωστού Νεοτούρκου ηγέτου, παρείχεν ετέρας 200 κλίνας εντός μιας μεγάλης Τουρκικής Σχολής, προσφάτως ανεγεθείσης εν Θεσσαλονίκη υπό του Κομιτάτου της «Ενώσεως και Προόδου».

Περιττόν να ειπώ ότι η ιατρική υπηρεσία, όπως κάθε άλλη Τουρκική στρατιωτική οργάνωση, ταχέως εκμηδενίσθη εν τη λειτουργία της. Οι τραυματίαι, όσοι κατώρθωναν να φθάσουν εις τον σιδηροδρομον, μόνοι των εσύροντο έως εκεί και αμέσως εφορτώνοντο δια την Θεσσαλονίκην, ριπτόμενοι άνευ ουδεμίας προσοχής εντός του πρώτου φορτηγού βαγονιού, το οποίον συνέπιπτε να ευρεθή πρόχειρον. Οι διακόσιοι τραυματίαι οίτινες είχον την καλήν τύχην να εύρουν θέσιν εις το Νοσοκομείον της Ερυθράς Ημισελήνου – το οποίον είχε εις την διάθεσίν του αρκετούς υλικούς πόρους – ετύγχανον επιμελλημένης και πολλάκις τελείας θεραπείας. Οι λοιποί όμως ερρίπτοντο αναμίξ επί των ρυπαρών δαπέδων των στρατιωτικών νοσοκομείων.

Τα τελευταία ταύτα ιδρύματα παρουσίαζον φρικτόν και αποκρουστικόν θέαμα. Εις το Α΄ στρατιωτικόν νοσοκομείον είδα 700 Οθωμανούς τραυματίας πολεμιστάς, στενάζοντας επί των ρυπαρών δαπέδων όπου ήσαν ερριμμένοι, φέροντες ακόμη τη στολήν της εκστρατείας και έχοντες τας πληγάς των περιτυλιγμένας δια ρυπαρών αιμοβαφών επιδέσμων. Την μόνην των τροφήν απετέλει μουχλιασμένον ψωμί. Επίδεσμοι, φάρμακα, κατάλληλα είδη τροφής και άλλα αναγκαία πράγματα, όλα έλλειπον, ο δε αριθμός των ανδρών της υπηρεσίας ήτο αξιοθρηνήτως μικρός. Προφανώς, τους Τούρκους διέκρινε κατά την εποχήν αυτή μία καταφανής έλλειψις συναδελφικού πνεύματος (camaradie), διότι, ενώ εις απόστασιν ολίγων μόνον μέτρων έκειτο το Νοσοκομείον της Ερυθράς Ημισελήνου υπερεφωδιασμένον με όλα τα αναγκαία ιατρικά μέσα, οι διευθυνταί του ηρνούντο να παράσχουν χείρα βοηθείας εις τους ολιγώτερον ευτυχείς συναδέλφους των, οι οποίοι εν τούτοις ηγωνίζοντο διά τον σκοπόν.

Εις την πόλιν ο πληθυσμός ανέμενε την μοιραίαν ήδη και αναπόφευκτον πτώσιν της αυλαίας επί της εν Μακεδονία Τουρκικής διοικήσεως. Η ελπίς είχεν εγκαταλείψει και αυτά τα Μουσουλμανικά στήθη, το μόνον δε ερώτημα, το οποίον εκυκλοφόρει εις όλων τα στόματα, ήτοι πόσον καιρόν θα εχρειάζοντο οι Έλληνες να διαβούν τον Αξιόν.»

Στην πόλη της Θεσσαλονίκης ο πληθυσμός περίμενε την αναπόφευκτη κατάρρευση της Τουρκικής Διοικήσεως στη Μακεδονία. Η ελπίδα είχε εγκαταλήψει τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς.

Ένα ερώτημα απασχολούσε τώρα τους περισσότερους: το πόσο χρόνο θα χρειάζονταν οι Έλληνες, για να περάσουν τον Αξιό και να κατευθυνθούν προς την πόλη.

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Όπως προειπώθηκε, τα λείψανα του Τουρκικού στρατού είχαν στρατοπεδεύσει στην αριστερή όχθη του Αξιού, Στη συνέχεια ο Χασάν Ταχσίν πασάς, φοβούμενος κυκλωτικές κινήσεις από την πλευρά των Ελλήνων, εγκατέλειψε την ιδέα της άμυνας του ποταμού, αποσύρθηκε στο Γιενήκιοϊ όπου και κατέλαβε θέση από τη θάλασσα μέχρι τον ποταμό Ντερμπέν (στενά του Ντερμπέν) ανατολικά του Νταούτ Μπαλή. [Προϊστορικός οικισμός, χαρακτηρισμένος αρχαιολογικός χώρος, με την ονομασία Τούμπα «Νταούτ Μπαλί» που σημαίνει στην Τουρκική «ο μελότοπος του Δαυΐδ» (πιθανόν από το όνομα του μεγάλου βεζύρη Νταούτ Πασσά, που κυριαρχούσε σε όλη την κοιλάδα του Αξιού τον 15ο αιώνα). «Νταούτ Μπαλί» ή «Δαούτ Μπαλή» ήταν το παλιό όνομα του Ωραιοκάστρου πρίν από τον ερχομό των Ποντίων προσφύγων]

Εκεί ενισχύθηκε με τα απομεινάρια στρατεύματος, περίπου 7.000 άνδρες, που είχαν περισυλλεγεί από τα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Λίγοι από αυτούς γνώριζαν την πολεμική τέχνη και στοιχεία πειθαρχίας.

Ο Χασάν Ταχσίν πασάς, πριν εγκαταλείψει τον Αξιό, ανατίναξε ένα από τα τόξα της ξύλινης γέφυρας, για να ανακόψει την προέλαση των Ελλήνων. Έτσι, η προέλαση των τελευταίων ανεκόπη μέχρι και 25 Οκτώβρη / 7 Νοεμβρίου 1912, οπότε η στρατιά των έξι Μεραρχιών διάβηκε τον Αξιό και εγκατέστησε την έδρα του αρχηγείου στο Τοψίν (Κάτω Γέφυρα).

Στο μεταξύ στη χερσόνησο της Χαλκιδικής δρούσαν διάφορα σώματα διοικούμενα από Έλληνες αξιωματικούς τα οποία ενισχύθηκαν από πολλά τάγματα του Ελληνικού στρατού. Στη Νιγρίτα, Ορφανό, Παγγαίο λαμβάνονταν ειδήσεις για παρουσία Ελληνικών στρατευμάτων κάπου κοντά. Διαδίδονταν επίσης φήμες ότι ο Βουλγαρικός στρατός κατέβαινε με τρεις φάλαγγες, χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση.

Θεωρείτο η συνθηκολόγηση είτε κατόπιν μάχης είτε αμαχητί αναπόφευκτο αποτέλεσμα. Πολυάριθμα αποσπάσματα Τούρκων χωροφυλάκων εγκατέλειψαν από φόβο τις θέσεις τους. Η αστυνομική επιτήρηση της Θεσσαλονίκης ανατέθηκε σε περιπόλους που αποτελούνταν από εθελοντές τους οποίους επέλεγαν οι επιθεωρητές των διαφόρων διαμερισμάτων.

Τα χρήματα των διαφόρων κυβερνητικών ταμείων μαζί με τις εισπράξεις των ταχυδρομείων και τηλεγράφων κατατέθηκαν στην Οθωμανική Τράπεζα. Αξιωματούχοι Τούρκοι ήταν οργισμένοι, διότι ήταν απλήρωτοι περισσότερο από τους δύο τελευταίους μήνες.

Ο Ναζίμ πασάς ζήτησε πολλές φορές από τον κ. Harry H. Lamb, Γενικό Πρόξενο της Αγγλίας και Πρύτανη του Προξενικού Σώματος, να ασκήσει την επιρροή του στον Χασάν Ταχσίν πασά, για να τον πείσει, προκειμένου να προχωρήσει σε συνθηκολόγηση της πόλης. Ο κ. Lamb απέσχε από μια τέτοια ενέργεια, θεωρώντας ότι δεν έπρεπε να αναμιχθεί στο ζήτημα αυτό.

Ωστόσο, στις 26 Οκτωβρίου / 7 Νοεμβρίου 1912 ο Τούρκος Αρχιστράτηγος αυτοπροσώπως προχώρησε στις διαπραγματεύσεις με τον Διάδοχο Κωνσταντίνο. Συνοδευόμενος από αντιπροσωπεία των Δυνάμεων που συνυπέγραψαν τη συνθήκη του Βερολίνου, ξεκίνησε κατευθυνόμενος προς το Ελληνικό Αρχηγείο.

***

Κι ενώ ο Ελληνικός στρατός πέρασε τον Αξιό 25 Οκτωβρίου / 7 Νοεμβρίου 1912 και το Αρχηγείο εγκαταστάθηκε στο Τοψίν, στις 4:30 μ.μ. ο Διάδοχος Κωνσταντίνος ειδοποιήθηκε ότι είχε φτάσει για αυτόν μια επιστολή στο Τεκελί (όπου εκεί βρίσκονταν δύο Ελληνικά τάγματα υπό τον συνταγματάρχη Κωνσταντινόπουλο).

Το έγγραφο αυτό πληροφορούσε τον Διάδοχο ότι οι Πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων μαζί με κάποιους Τούρκους αξιωματικούς επιθυμούσαν να συναντήσουν τον επικεφαλής των Ελληνικών στρατευμάτων. Τον παρακαλούσε, επίσης, να αναβάλει την επίθεση εναντίον της Θεσσαλονίκης, μέχρι να πραγματοποιηθεί η συνάντηση αυτή.

Ο Διάδοχος δέχθηκε και έτσι, μετέβησαν στο Τοψίν, για να τον συναντήσουν οι Πρόξενοι: της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Αυστρίας, συνοδευόμενοι από τον Σεφίκ πασά. Οι Πρόξενοι δήλωσαν προς τον Κωνσταντίνο πως οι ίδιοι είχαν αποτρέψει τον Ταχσίν πασά από το να προκαλέσει στρατιωτική επιχείρηση έξω από τη Θεσσαλονίκη. Ο ίδιος ήταν διατεθειμένος να συμμορφωθεί με τον όρο να του επιτραπεί να αποσυρθεί με το στρατό του στο Καραμπουρνού (Καραμπουρνάκι ή Μικρό Καραμπουρνού ή Μικρό Έμβολο ονομάζεται ένα ακρωτήριο που βρίσκεται στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης) όπου και θα παρέμενε μέχρι την υπογραφή της ειρήνης. Η αποδοχή των όρων αυτών θα έδινε το δικαίωμα στον Ελληνικό στρατό να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη την επόμενη μέρα 26 Οκτωβρίου / 8 Νοεμβρίου 1912.

Ο Διάδοχος απάντησε πως γνώριζε τον κίνδυνο που διέτρεχε η πόλη και δικό του μέλημα ήταν να αποφευχθεί η απώλεια οποιασδήποτε ζωής και η βλάβη ιδιοκτησιών. Επέμενε όμως στην παράδοση του Τουρκικού στρατού, στον αφοπλισμό του και στην παράδοση της Θεσσαλονίκης και του Καραμπουρνού στους Έλληνες.

Πρόσθεσε, επίσης, πως θα επέτρεπε στους Τούρκους αξιωματικούς να φέρουν τα ξίφη τους, προστατεύοντας έτσι τη στρατιωτική τους τιμή και ζητούσε διαβεβαιώσεις ότι δε θα συμμετείχαν στο εξής σε καμιά πολεμική επιχείρηση εναντίον συμμαχικών στρατευμάτων.

Ο Σεφίκ πασάς δήλωσε ότι δεν μπορούσε να αποδεχθεί με δική του ευθύνη τους όρους αυτούς και πρόσθεσε ότι θα ήταν αναγκαίο να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη και να συνεννοηθεί με τον αρχηγό του. Του επετράπη η συνεννόηση με τον όρο ότι, αν δε δινόταν ικανοποιητική απάντηση μέχρι της 6 π.μ. την επαύριο, θα ξανάρχιζαν οι εχθροπραξίες.

Ο Σεφίκ πασάς συνεπής επέστρεψε την 5η π.μ. ώρα της 26ης Οκτωβρίου (8 Νοεμβρίου) 1912 και αφού συναντήθηκε με τον συνταγματάρχη Β. Δούσμανη και το λοχαγό Ι. Μεταξά οι οποίοι ήταν πληρεξούσιοι του Διαδόχου, τους πληροφόρησε ότι ο Χασάν Ταχσίν πασάς ήταν διατεθειμένος να αποδεχθεί τους όρους, εκτός μόνο από την παράδοση του Καραμπουρνού και επιπλέον, ζητούσε να διατηρήσει ένοπλο σώμα 5.000 ανδρών, για να προστατέψει τους άοπλους αιχμαλώτους.

Ο Κωνσταντίνος δεν επέτρεψε καμιά τροποποίηση των αρχικών όρων και οι Τούρκοι αντιπρόσωποι ζήτησαν νέα εξάωρη προθεσμία, για να συνεννοηθούν με τον Χασάν Ταχσίν πασά. Η νέα προθεσμία που ζήτησαν δεν έγινε δεκτή και ειδοποιήθηκε ο Σεφίκ πασάς πως θα εκδιδόταν αμέσως διαταγή για άμεση προέλαση των Ελληνικών στρατευμάτων προς τη Θεσσαλονίκη.

Οι θέσεις που κατείχε ο Ελληνικός στρατός εκείνο το πρωί ήταν οι εξής: Δύο τάγματα Ευζώνων κατείχαν το Τεκελί (σημερινή Σίνδος, Θεσσαλονίκης) , η 7η Μεραρχία βρισκόταν στο Αραπλί (σήμερα Νέα Μαγνησία, Θεσσαλονίκης), η 3η Μεραρχία στο Σαριομέρ (πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν τσιφλίκι στο οποίο ζούσαν περίπου 100 μακεδονόφωνοι εξαρχικοί. Στη συνέχεια οι κάτοικοί του εγκατέλειψαν τον οικισμό. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε στα σπίτια τους χριστιανούς πρόσφυγες από τον Πόντο. Τα 30 σχεδόν άτομα που κατοικούσαν εδώ το 1928 ήταν ετεροδημότες. Ο οικισμός ερήμωσε πριν τον πόλεμο), η 1η Μεραρχία στο Μπουρνατζά, η 2η Μεραρχία στο Βατιλύκ (Βαθύλακκος) και η Ταξιαρχία Ιππικού στο Κζορζίν.

Οι 4η και 6η Μεραρχία κρατούνταν ως εφεδρικές στο Βατιλύκ (Βαθύλακκος, κωμόπολη του Δήμου Χαλκηδόνος του νομού Θεσσαλονίκης) και Βαρδαρόβτζη (Αξιοχώρι, χωρίο του Δήμου Πολυκάστρου του νομού Κιλκίς).

Η 2η Μεραρχία με τον στρατηγό Καλλάρη κατευθύνθηκε από το Βατιλύκ προς Δεμίργκλαβα και Μπάλτζα (Μελισσοχώρι Θεσσαλονίκης). Οι 1η, 3η, και 7η Μεραρχίες πέρασαν τη γραμμή Αραπλί – Σαριομέρ – Μπουναρτζά και προχώρησαν, για να επιτεθούν κατά των Τούρκων στη γραμμή Λεμπέτ (σήμερα Δήμος Παύλου Μελά)– Νταούτμπαλη (Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης) – Γκραδμπίορ.

Περίπου στις 2 μ.μ. ολόκληρος ο Ελληνικός στρατός είχε αναπτυχθεί σε θέση μάχης απέναντι στις θέσεις των Τούρκων. Ήδη από την 12:30 μ.μ. ο Διάδοχος μαζί με το Επιτελείο είχαν ξεκινήσει, για να δουν την προέλαση των Ελλήνων προς Σιαμλί. Κανένας των επισήμων δεν πίστευε ότι οι Τούρκοι θα έδιναν μάχη. Όλες οι πληροφορίες επιβεβαίωναν πως ο εχθρός ήταν ανίκανος για οποιαδήποτε σοβαρή αντίσταση. Περίμεναν πως πολύ γρήγορα όλοι οι όροι που είχαν τεθεί από τον Κωνσταντίνο θα γίνονταν αποδεκτοί από τους Τούρκους.

Ο Σεφίκ πασάς επέστρεψε και ανακοίνωσε πως οι Τούρκοι επέμεναν στους αρχικούς τους όρους. Ο Διάδοχος τότε με το Επιτελείο του έλαβαν θέσεις πάνω σε ένα λόφο κοντά στο Σιαμλί. Από εκεί είχαν πανοραμική θέα και θα μπορούσαν να επιβλέπουν την προέλαση της 1ης και 7ης Μεραρχίας. Γύρω στις 3 μ.μ. ήρθε έφιππος ανθυπίλαρχος και τους πληροφόρησε ότι η Ελληνική ταξιαρχία του Ιππικού συνάντησε μικτό σύνταγμα ιππικού, αποτελούμενο από Βούλγαρους και Σέρβους στο Αποστολάρ (32 χλμ. ΒΔ της Θεσσαλονίκης). Αυτή ήταν η πρώτη είδηση που λάμβανε το Ελληνικό αρχηγείο σχετικά με την προσέγγιση της Βουλγαρικής στρατιωτικής δύναμης προς τη Θεσσαλονίκη. Ο Διάδοχος τότε έγραψε προς τον Βούλγαρο στρατηγό την ακόλουθη επιστολή:

«Αρχηγείο Ελληνικού Στρατού

Προ της Θεσσαλονίκης

Οκτωβρίου 26η 1912, 3 μ.μ.

Στρατηγέ μου,

Ταύτην την στιγμήν επληροφορήθην ότι το ιππικόν σας έφθασε εις το χωρίον Αποστολάρ και ότι τούτο ακολουθείται υφ’ υμών εις απόστασιν 10 χιλιομέτρων, ότι δε το τέρμα της πορείας υμών είναι η Θεσσαλονίκη.

Εκφράζων την χαράν μου δια την συνάντησιν ταύτην των στρατευμάτων μας, λαμβάνω ταυτοχρόνως την τιμήν να σας πληροφορήσω ότι ευρίσκομαι ήδη επικεφαλής του στρατού μου έμπροσθεν της πόλεως ταύτης, εις την οποίαν, επειδή δεν προβλέπω καμμίαν σοβαράν αντίστασιν, θα εισέλθω πιθανώς απόψε.

Σπεύδω να σας ανακοινώσω την πληροφορίαν ταύτην ίνα μη υποβάλητε τα στρατεύματά σας εις τον κόπον της προελάσεως κατά της Θεσσαλονίκης και εάν το θεωρήσετε επωφελέστερον, κατευθύνητε τας δυνάμεις σας όπου υπάρχη μάλλον επείγουσα στρατιωτική ανάγκη.

Αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

Δουξ της Σπάρτης

Διεύθυνσις: Προς τον στρατηγόν Θεοδώρωφ

Εις Κιλκίς.»

Ο Έλληνας Αρχιστράτηγος κινήθηκε με ιππικό προς το σημείο όπου ήταν το κέντρο του στρατού του πέρα από τον Γαλλικό ποταμό. Από εκεί παρατηρήθηκε ότι ο εχθρός δεν προετοιμαζόταν για μάχη.

Εκείνο το πρωί της 26ης Οκτωβρίου ο Κωνσταντίνος μετέβη έφιππος από τη Θεσσαλονίκη προς τις Ελληνικές προφυλακές. Ο καιρός ήταν υγρός και ομιχλώδης και δεν υπήρχε αρκετή ορατότητα. Οι Γάλλοι αεροπόροι που πραγματοποίησαν πτήση μιλούσαν για τις άθλιες καιρικές συνθήκες που δεν τους άφηναν να κάνουν καμία παρατήρηση των κινήσεων του Ελληνικού στρατού.

Το μεσημέρι ο Ελληνικός στρατός απείχε από τη Θεσσαλονίκη 8 χιλιόμετρα περίπου. Τότε Τούρκος αξιωματικός, υψώνοντας λευκή σημαία, κατευθύνθηκε έφιππος προς την Ελληνική παράταξη. Στις 3:15 μ.μ. έφθασε στις Ελληνικές προφύλακες και παρέδωσε επιστολή προς τον Διάδοχο από τον Χασάν Ταχσίν πασά. Αυτή έγραφε τα εξής στη Γαλλική γλώσσα:

«Αυτού Βασιλικήν Υψηλότητα, τον πρίγκηπα Κωνσταντίνον, αρχηγόν του Ελληνικού στρατού.

Λαμβάνω την τιμήν να πληροφορήσω την Υμετέραν Υψηλότητα ότι αποδέχομαι την πρότασιν της Υμετέρας Υψηλότητος ήτις εγένετο χθες.

Χασάν Ταξίν πασάς, Στρατηγός μεραρχίας

διοικητής του 8ου σώματος στρατού.»

Η δήλωση αποτελούσε το επίσημο έγγραφο υποταγής των Τούρκων.

Με την παραλαβή αυτού του εγγράφου ανεστάλη η προέλαση του Ελληνικού στρατού. Διατάχθηκαν η 7η Μεραρχία και απόσπασμα από τα δύο τάγματα με τον Αντισυνταγματάρχη Κωνσταντινόπουλο να εξακολουθήσουν την πορεία τους, για να καταλάβουν τα περίχωρα της πόλης.

Ο Κωνσταντίνος απέστειλε στη Θεσσαλονίκη δύο αξιωματικούς του Επιτελείου του, τον συνταγματάρχη Β. Δούσμανη και τον Λοχαγό Ι. Μεταξά, για να συζητήσουν εκεί και να συντάξουν το πρωτόκολλο της παράδοσης. Ο Διάδοχος κατευθύνθηκε στο Τεκελί όπου και διανυκτέρευσε. Αφού έφθασε εκεί, έγραψε και δεύτερη επιστολή προς τον Βούλγαρο στρατηγό με την οποία τον πληροφορούσε ότι ο Ελληνικός στρατός θα έμπαινε γρήγορα στη Θεσσαλονίκη της οποίας την πλήρη κατοχή θα είχε την επαύριο. Επειδή ένας από τους όρους της παράδοσης των Τούρκων ήταν ότι ο Χασάν Ταχσίν πασάς θα προχωρούσε στον αφοπλισμό του στρατού του μέσα σε 48 ώρες, δεν επιθυμούσε ο Κωνσταντίνος να μπουν στην πόλη μεγάλες δυνάμεις στρατού, για να αποφευχθεί ο κίνδυνος ταραχών.

Ο Β. Δούσμανης και ο Ι. Μεταξάς μεταξύ 9ης και 10ης μ.μ. ώρας βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη στο Κυβερνητικό «κονάκι». Το πρωτόκολλο συντάχθηκε με βάση τους όρους που υπαγόρευσε ο Διάδοχος με την ιδιότητα του Αρχιστράτηγου του Ελληνικού στρατού. Διευκόλυνε πολύ το γεγονός ότι ο Χασάν Ταχσίν πασάς γνώριζε καλά την Ελληνική γλώσσα και οι διαπραγματεύσεις έγιναν στα Ελληνικά.

Τον Βίκτορα Δούσμανη και τον Ιωάννη Μεταξά τους συνόδευε ο έφεδρος δεκανέας, Ιωάννης Δραγούμης, (διανοούμενος, διπλωματικός και πολιτικός, γόνος μεγάλης Μακεδονικής οικογένειας, γνωστός ως συγγραφέας με το ψευδώνυμο Ίδας. Υπήρξε πρόξενος της Ελλάδος στο Μοναστήρι.).

Μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων προσκλήθηκε δραγουμάνος του Βιλαετίου Τζελάλ (μεταφραστής), για να συντάξει το έγγραφο στη Γαλλική γλώσσα και περίπου στις 11 μ.μ. υπογράφτηκε το έγγραφο αυτό από τον Χασάν Ταχσίν πασά και τους Έλληνες πληρεξουσίους. Αντίγραφο αυτού του εγγράφου δεν έγινε ούτε στην Ελληνική γλώσσα ούτε στην Τουρκική.

Όταν ο Τούρκος στρατηγός εξέφρασε το φόβο μήπως η 2η Ελληνική Μεραρχία κατά την πορεία της για εκτέλεση κυκλωτικής κίνησης ερχόταν σε επαφή με κάποιο τμήμα του Τουρκικού στρατού το οποίο είχε άγνοια της συνθηκολόγησης, ο Συνταγματάρχης Β. Δουσμανης έστειλε αμέσως αξιωματικό με έγγραφο σημείωμα προς τον Στρατηγό Καλλάρη (διοικητή της 2ης Μεραρχίας). Με αυτό το σημείωμα του ανακοινωνόταν το γεγονός της παραδόσεως. Σε όλη τη διάρκεια της συζητήσεως δεν έγινε κανείς λόγος για την προσέγγιση του Σερβοβουλγαρικού στρατού. Επίσης, καμία είδηση δε στάλθηκε προς το Τουρκικό Αρχηγείο περί προελάσεως Βουλγαρικού στρατού από την οδό που οδηγούσε από τις Σέρρες στη Θεσσαλονίκη και, αν ο Χασάν Ταχσίν πασάς γνώριζε κάτι τέτοιο, φύλαξε αυστηρά την είδηση για τον εαυτό του.

Κατά τη διάρκεια της νύχτας δόθηκε πληροφορία στο Ελληνικό Αρχηγείο ότι δύο τάγματα Ευζώνων είχαν φθάσει στη Θεσσαλονίκη και στρατοπέδευσαν στα προάστιά της. Στις 10:00 μ.μ. της 26ης Οκτωβρίου (8ης Νοεμβρίου) απόσπασμα δύο αξιωματικών και δέκα ανδρών έπιναν τον καφέ τους στο καφενείο «Όλυμπος» που ήταν το κοσμικότερο εντευκτήριο της Θεσσαλονίκης.

Η πραγματική κατάληψη της πόλης άρχισε το επόμενο πρωί 27/10: Το απόσπασμα του Κωνσταντινόπουλου μπήκε και κατέλυσε στους στρατώνες πεζικού, ενώ η 7η Μεραρχία εγκαταστάθηκε στη ΒΔ είσοδο γύρω από τη συνοικία Μπέχτσιναρ και τον σιδηροδρομικό σταθμό. Η είσοδος του Ελληνικού στρατού υπήρξε αποθεωτική.

Ολόκληρη η 8η Μεραρχία είχε καταφθάσει στη δυτική πύλη της Θεσσαλονίκης περίπου στις 2:00 π.μ. της 27ης Οκτωβρίου και κατέλαβε την πόλη. Ταυτόχρονα, εγκαταστάθηκαν οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές και καταλήφθηκε ολόκληρη η συνοικία του σιδηροδρομικού σταθμού.

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Η «ΔΗΘΕΝ» ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ

Οι επισήμως εξακριβωμένες πληροφορίες που διέθετε το Ελληνικό Αρχηγείο σχετικά με την παρουσία του Βουλγαρικού στρατού ήταν οι εξής: Μέχρι στις 3:00 μ.μ. της 26ης Νοεμβρίου ο Διάδοχος και το Επιτελείο του δεν είχαν καμία απολύτως ιδέα σχετικά με την προσέγγιση του Βουλγαρικού στρατού. Την 26η Νοεμβρίου αναγγέλθηκε (όπως προαναφέρθηκε) η πρώτη συνάντηση στο Αποστολάρ με δύναμη του Σερβοβουλγαρικού ιππικού. Την ίδια ημέρα στις 5:00 μ.μ. Ελληνική Ταξιαρχία του ιππικού κατευθυνόμενη προς Γιουβένσα (Άσσηρος, κωμόπολη νομού Θεσσαλονίκης), συνάντησε Βουλγαρική φάλαγγα στο δρόμο που από τις Σέρρες οδηγούσε στη Θεσσαλονίκη.

Ο ανθυπίλαρχος Στάϊκος του Ελληνικού ιππικού που παρευρισκόταν στο Τοψίν κατά την πρώτη συζήτηση για συνθηκολόγηση, διατάχθηκε να προχωρήσει και να συναντήσει το Βουλγαρικό στρατιωτικό σώμα. Όταν πλησίασε προς τη Γιουβένσα, βρήκε τη φάλαγγα των Βουλγάρων και τον στρατηγό Πετρώφ, όπως και το Βούλγαρο Πρεσβευτή (στο Παρίσι) Στάντσιεφ. Ο Στάϊκος πληροφόρησε τον Πετρώφ ότι ο Τούρκικος στρατός είχε περικυκλωθεί από Έλληνες και ότι είχαν ήδη αρχίσει από την προηγούμενη ημέρα οι διαπραγματεύσεις για την παράδοση της Θεσσαλονίκης. Σε αυτά ο Στρατηγός Πετρώφ απάντησε ότι δε γνώριζε τίποτε σχετικό και πρόσθεσε ότι ήταν αποφασισμένος να επιτεθεί και να βομβαρδίσει τη Θεσσαλονίκη το επόμενο πρωί.

Παρόλο που οι Βούλγαροι γνώριζαν ότι ο Ελληνικός στρατός, μετά τη μάχη των Γιαννιτσών, βρισκόταν στη δεξιά όχθη του Αξιού, καμία απόπειρα δεν έκαναν, για να επικοινωνήσουν με το Ελληνικό Αρχηγείο. Το Αρχηγείο πληροφορήθηκε τη συνάντηση του ανθυπιλάρχου Στάϊκου και του στρατηγού Πετρώφ στις 27 Οκτωβρίου (9 Νοεμβρίου) 1912.

Το πρωί της 27ης Οκτωβρίου η 2η Ελληνική Μεραρχία βρισκόταν στην Ντεμίρκλαβα και Μπάλτσα (Μελισσοχώρι) και προετοιμαζόταν για προέλαση προς Αϊβατλή.

Τότε ο λοχαγός πεζικού Γεωργίου, συνοδευόμενος από ένα Τούρκο αξιωματικό, έσπευσε προς τον στρατηγό Καλλάρη στον οποίο έδωσε γραπτή εντολή εκ μέρους του Αρχιστρατήγου. Με αυτό το έγγραφο ο στρατηγός Καλλάρης λάμβανε ειδοποίηση για την παράδοση του Τουρκικού στρατού και του δινόταν η διαταγή να αναστείλει κάθε περαιτέρω πολεμική επιχείρηση. Τότε ο Καλλάρης παρατήρησε στα αριστερά του και προς βορειοδυτική διεύθυνση φάλαγγα πεζικού που πλησίαζε και κατευθυνόταν προς το Αϊβατλή. Τελικά, έφτασε έφιππος ένας Βούλγαρος αξιωματικός που ανακοίνωσε πως επρόκειτο για Βουλγαρική φάλαγγα. Σε αυτόν τον Βούλγαρο αξιωματικό ο Καλλάρης έδωσε μετάφραση της ανακοινώσεως που είχε λάβει και τον προέτρεψε να την παραδώσει στο διοικητή της Βουλγαρικής δύναμης. Οι Βούλγαροι όμως, αφού πέρασαν μπροστά από το μέτωπο της Ελληνικής μεραρχίας και χωρίς να κρατήσουν καμιά στρατιωτική εθιμοτυπία, ανέπτυξαν μικρό απόσπασμα σε θέση μάχης και άνοιξαν πυρ εναντίον των Τουρκικών στρατευμάτων που υποχωρούσαν παρά την ανακοίνωση του στρατηγού Καλλάρη (ρίχθηκαν, μάλιστα, από μέρους των Βουλγάρων και κάποιες βολές).

Πολλά ειπώθηκαν γι’ αυτήν τη δήθεν «μάχη» που δόθηκε έξω από τη Θεσσαλονίκη μεταξύ Τούρκων και Βουλγάρων. Σύμφωνα με την επίσημη Βουλγαρική αφήγηση στις 5:00 μ.μ. της 26ης Οκτωβρίου ο Βουλγαρικός στρατός, κατευθυνόμενος με τρεις φάλαγγες προς τη Θεσσαλονίκη, συνάντησε αντίσταση από την πλευρά του Τουρκικού στρατού. Το 49ο και 50ο σύνταγμα του πεζικού τους μαζί με το 7ο σύνταγμα του πυροβολικού και την 2η ορειβατική τους πυροβολαρχία ενεπλάκησαν σε μάχη με τους Τούρκους η οποία διήρκεσε ως τις 9:00 μ.μ. Στις 2:00 π.μ. δύο φάλαγγες προήλασαν και κατέλαβαν τις περιοχές των λόφων Αϊβατλή και Λαΐνα.

Στις 9:00 π.μ. το Τουρκικό πυροβολικό άνοιξε πυρ και η μάχη έληξε στις 2:00 μ.μ. Η συμπλοκή αυτή περιγράφηκε ως μεγάλη μάχη κατά την οποία οι Βούλγαροι υπέστησαν βαρειές απώλειες. Ωστόσο, δεν είχαν καμία απόδειξη των λεγομένων τους. Και από την Τουρκική πλευρά δηλώθηκε η απώλεια μόνο τριών Τούρκων στρατιωτών από έκρηξη Τουρκικής οβίδας.

Στις 27 Οκτωβρίου ένας άλλος Έλληνας αξιωματικός, ο λοχαγός Παπαδιαμαντόπουλος, στάλθηκε με αυτοκίνητο να μεταφέρει και δεύτερη επιστολή του Διαδόχου Κωνσταντίνου προς το Βούλγαρο Στρατηγό.

Στη διάρκεια όλης αυτής της χρονικής περιόδου κατά την οποία το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο βρισκόταν σε άγνοια των παραπάνω επεισοδίων, ο Τούρκος Αρχιστράτηγος που ήδη ήταν αιχμάλωτος του Ελληνικού στρατού διαμαρτυρόταν για την επίθεση που δέχθηκαν τα στρατεύματά του (από τους Βούλγαρους) την οποία χαρακτήριζε αδικαιολόγητη, αφού ήδη είχαν παραδοθεί.

Τότε αποκαλύφθηκε ότι ο Βούλγαρος διοικητής είχε ζητήσει από τον Χασάν Ταχσίν πασά να του δώσει πρωτόκολλο παράδοσης όμοιο με εκείνο το οποίο οι Τούρκοι είχαν υπογράψει με τους Έλληνες. Στην απαίτησή του ο Χασάν Ταχσίν πασάς απάντησε ότι, εφόσον είχε παραδοθεί στον Ελληνικό στρατό, δεν μπορούσε να πράξει το ίδιο και με δεύτερο αντίπαλο στράτευμα.

Τότε η 7η Ελληνική Μεραρχία, προκειμένου να προστατέψει την άοπλη και ανυπεράσπιστη στρατιωτική δύναμη των Τούρκων, έλαβε διαταγή τα χαράματα της Κυριακής 28ης Οκτωβρίου να καταλάβει τη βόρεια είσοδο της πόλης. Επίσης, ανέλαβε τον αφοπλισμό των Τουρκικών στρατευμάτων καθώς και την ευθύνη να εμποδίσει οποιονδήποτε να εισέλθει ή να εξέλθει από τη Θεσσαλονίκη.

Μετά τα γεγονότα στο Αϊβατλή ο Έλληνας Αρχιστράτηγος έστειλε το λοχαγό Μαζαράκη προς τον Βούλγαρο στρατηγό με την εντολή να εκφράσει την έκπληξη και τη λύπη του για τα γεγονότα και να τον ενημερώσει πως οι Βούλγαροι, παρόλο που είχαν ενημερωθεί για τη συνθηκολόγηση, είχαν ανοίξει πυρ εναντίον των Οθωμανικών στρατευμάτων και ζήτησαν από τον Χασάν Ταχσίν πρωτόκολλο παράδοσης όμοιο με εκείνο που δόθηκε στον Ελληνικό στρατό. Πραγματικά, ο λοχαγός Μαζαράκης συνάντησε τον στρατηγό Πετρώφ στο Αϊβατλή και του ανακοίνωσε το μήνυμα.

Ο Βούλγαρος στρατηγός δήλωσε άγνοια και απέδωσε τα γεγονότα σε «τέχνασμα» των Τούρκων, για να επιτύχουν εύκολη υποχώρηση. Επίσης, ο Πετρώφ παραδέχθηκε ότι ζήτησε πράγματι από τον Χασάν Ταχσίν να παραδοθεί και σε αυτόν.

Παρά τη δήλωση άγνοιας του Πετρώφ για τα γεγονότα, ωστόσο, υπάρχει απόδειξη παραλαβής της επιστολής του Έλληνα Διαδόχου που αναφερόταν στη συνθηκολόγηση και μάλιστα υπογεγραμμένη από Βούλγαρο αξιωματικό στις 2:00 μ.μ της 27ης Οκτωβρίου.

ΕΙΣΟΔΟΣ ΔΕΚΑ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΩΝ ΤΑΓΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Το Ελληνικό Επιτελείο βρισκόταν με την εντύπωση ότι οι Βούλγαροι χρησιμοποιούσαν κάθε δυνατό επιχείρημα, για να επιτύχουν την είσοδό τους στη Θεσσαλονίκη. Έξω από την πόλη υπήρχαν δύο τάγματα Βουλγάρων κατάκοπα, μουσκεμένα από τη βροχή που περίμεναν να εισέλθουν στην πόλη και άλλη, επίσης, δύναμη Βουλγαρική, περίπου 30.000 άνδρες, θα παρέμενε έξω από τη Θεσσαλονίκη. Αν ο Διάδοχος δεν επέμενε απόλυτα στην άρνησή του να εισέλθουν, οι Βούλγαροι θα προσπαθούσαν να εισέλθουν, έστω και με τη βία.

Οι ίδιοι οι Βούλγαροι ισχυρίζονταν ότι έστειλαν στους Έλληνες τελεσίγραφο ότι θα έμπαιναν στην πόλη ακόμα και με τη βία. Κατευθύνονταν στην πόλη με τηλεβόλα και ήταν διατεθειμένοι να βομβαρδίσουν τους συμμάχους τους, αν δεν τους δίνονταν η άδεια να εισέλθουν στη Θεσσαλονίκη. Αν όμως αυτό συνέβαινε, ο Διάδοχος και ο Ελληνικός στρατός θα βρίσκονταν σε κρίσιμη θέση. Από την άλλη πλευρά πάλι υπήρχε ο φόβος της κατηγορίας ότι το Ελληνικό έθνος και ο Κωνσταντίνος αρνήθηκαν να δώσουν φιλοξενία σε δύο κακοπαθημένα τάγματα στρατού, συμμαχικού προς την Ελλάδα. Όμως ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκαν τα πράγματα, τελικά, απάλλαξε τους Έλληνες από μια τέτοια ευθύνη, διότι την ίδια μέρα, το απόγευμα, ο Κ. Στάντσιεφ, αφού επισκέφθηκε το Ελληνικό Αρχηγείο, δήλωσε ότι μετά τη συνέντευξη την οποία ο ίδιος και ο στρατηγός Θεοδώρωφ, είχαν με τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, συγκροτήθηκε στρατιωτικό συμβούλιο στο Βουλγαρικό Αρχηγείο και αποφασίσθηκε ότι στην περίπτωση που η Ελληνική Κυβέρνηση αρνιόταν να χορηγήσει τη ζητηθείσα άδεια στους Βούλγαρους, θα δινόταν δεκάωρη προθεσμία στο στρατηγό Θεοδώρωφ, για να αποσύρει τα δύο του τάγματα.

Στο μεταξύ η αναγκαία άδεια δόθηκε από τη Ελληνική Κυβέρνηση, για να εισέλθουν τα δύο τάγματα στην πόλη. Έτσι, τη Δευτέρα 29 Οκτωβρίου (11 Νοεμβρίου) γύρω στο μεσημέρι τα τάγματα αυτά εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη. Μαζί με αυτά εισήλθαν, δυστυχώς, και άλλα οχτώ τάγματα, συνοδευόμενα από ιππικό και πυροβολικό.

Επειδή τα οικήματα τα οποία είχε ετοιμάσει η Βουλγαρική κοινότητα ήταν ανεπαρκή, κατελήφθησαν βίαια και αυθαίρετα και άλλα κτίσματα, όπως η σχολή Χαμηδιέ, η εκκλησία της Αγίας Σοφίας κλπ.

Για οκτώ ή δέκα μέρες οι Βούλγαροι σέβονταν τις διαταγές του «Διοικητού της πόλης» αργότερα όμως εγκατέστησαν δικές τους φρουρές και περιπόλους οι οποίες όχι μόνο δε σέβονταν τις διαταγές του Έλληνα Διοικητή, αλλά επιπλέον παρενοχλούσαν την εφαρμογή των διατάξεων της Ελληνικής Αστυνομίας.

Παρατίθεται το πρωτόκολλο της συνθηκολόγησης:

Πρωτόκολλον 26ης Οκτωβρίου 1912

Μεταξύ της Α. Βασ. Υψηλότητος του Γεν. Αρχηγού των Ελληνικών στραευμάτων και της Α. Εξοχότητος του Γεν. Διοικητού του Οθωμανικού στρατού συνεφωνήθησαν και υπεγράφησαν τα απόμενα:

Αρθρ. 1. Τα όπλα των Οθωμανών στρατιωτών θα περισυλλεγώσι και θα τοποθετηθώσιν εντός αποθήκης υπό την φύλαξιν και την ευθύνην του Ελληνικού στρατού. επί του θέματος τούτου θα συνταχθεί ιδιαίτερο πρωτόκολλο.

Αρθρ. 2. Οι Οθωμανοί στρατιώται θα συντονισθώσι μέρος μεν εις Καραμπουρνού, μέρος δε εις τους στρατώνας Τοπτζή και θα διατρέφωνται από τις αρχές της Θεσσαλονίκης.

Αρθρ. 3. Η πόλις της Θεσσαλονίκης παραδίδεται εις τον Ελληνικόν στρατόν μέχρι της υπογραφής της ειρήνης.

Αρθρ. 4. Πάντες οι ανώτεροι και οι κατώτεροι στρατιωτικοί βαθμούχοι έχουν το δικαίωμα να διατηρήσωσι τα ξίφη των, θα είναι δε ελεύθεροι εν Θεσσαλονίκη. Επί τούτω δίδουν τον λόγον της τιμής των ότι δε θα λάβωσι πλέον τα όπλα κατά του Ελληνικού στρατού και των συμμάχων του κατά την διάρκειαν του παρόντος πολέμου.

Αρθρ. 5. Πάντες οι ανώτεροι πολιτικοί βαθμούχοι και οι υπάλληλοι του βιλαετίου θα ώσιν ελεύθεροι.

Αρθρ. 6. Η χωροφυλακή και οι αστυνομικοί θα διατηρήσουν τα όπλα τους.

Αρθρ. 7. Το Καραμπουρνού θα χρησιμεύση ως κατάλυμα των αφωπλισμένων Οθωμανών στρατιωτών, τα τηλεβόλα δε και τα πολεμικά μηχανήματα του Καραμπουρνού θα τεθώσιν εκτός χρήσεως υπό του Οθωμανικού στρατού και θα παραδοθώσιν εις την Ελληνικήν στρατιωτικήν δύναμιν.

Αρθρ. 8. Το περιεχόμενον του υπ’ αριθ. 10 άρθρου θα τεθή εις εφαρμογήν εντός χρονικού διαστήματος δύο ημερών (αριθ. 2)μ αύτη δύναται να παραταθή τη συγκαταθέσει του Γενικού Αρχηγού του Ελληνικού στρατού.

Αρθρ. 10. Η χωροφυλακή της πόλεως και η Οθωμανική αστυνομία θα εξακολουθήσωσι την υπηρεσίαν των μέχρι νεωτέρας αποφάσεως.

Οι πληρεξούσιοι της Α. Β. Υψηλότητος

του Διαδόχου της Ελλάδος

Δούσμανης

Ιωάννης Π. Μεταξάς

Ο Γενικός Διοικητής

Των Οθωμανικών στρατευμάτων

Χασάν Ταχσίν

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ

27 Οκτωβρίου

Αρθρ. 1. Δύο τάγματα του Ελληνικού στρατού θα εισέλθωσι σήμερον το απόγευμα εις την πόλιν και θα καταλύσωσιν εις τους στρατώνας του πεζικού.

Αρθρ. 2. Η συντήρησις των Οθωμανών στρατιωτών, των ίππων και των υποζυγίων τους θα γίνεται, τη συνδρομή του Δημαρχείου, υπό των επιτοπίων Ελληνικών αρχών. Η σχετική δαπάνη θα επιβαρύνη την Ελληνική Κυβέρνησιν. Θα αρχίση δε η διατροφή ευθύς ως ζητηθή αυτή επισήμως.

Αρθρ. 3. Τρεις χιλ. Οθωμανοί στρατιώται θα παραμείνωσιν ένοπλοι, όπως φέρωσιν εις πέρας τον αφοπλισμόν των άλλων. Αφού άπαξ οι ούτω αφοπλισθέντες καταθέσουν τα όπλα των, η περισυλλογή τούτων θα γίνη τη φροντίδι του Ελληνικού στρατού. ο αφοπλισμός γενήσεται ενώπιον δύο αντιπροσώπων του Ελληνικού στρατού.

ρθρ. 4. Ο διοικητής των Ελληνικών στρατευμάτων θα δώση αυστηράς διαταγάς, όπως πάντες οι χωρικοί ως και τα υπάρχοντα των μη προσβληθώσι παρ’ ουδεμιάς συμμορίας οιασδήποτε, τύχωσι δε σεβασμού παρά των συμμαχικών στρατευμάτων.

Αρθρ. 5. Θα δοθή αυστηρά διαταγή, όπως ληφθή μεγάλη φροντίς δια τον σεβασμόν των παραδόσεων, των ηθών και εθίμων και των θρησκευμάτων των κατοίκων. Τα θρησκευτικά δικαστήρια όλων των θρησκευμάτων θα εξακολουθήσουν λειτουργούντα.

Αρθρ. 6 Η υπηρεσία του τελωνείου δύναται να εξακολουθήσει μέχρι νεωτέρας αποφάσεως, λειτουργούσα υπό τον έλεγχον των Ελληνικών αρχών. Επίσης και το Ρεζή και η υπηρεσία του Δημοσίου Οθωμανικού Χρέους.

Οι πληρεξούσιοι της Α. Β. Υψ.

Του Διαδόχου της Ελλάδος

Δούσμανης Ιω. Π. Μεταξάς

Ο Γεν. Διοικητής των Οθωμανικών

Στρατευμάτων

Χασάν Ταχσίν

Εγένετο εν Θεσσαλονίκη τη 27 Οκτωβρίου 1912

Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Το πρωί της 29ης Οκτωβρίου 1912 ο βασιλιάς των Ελλήνων, Γεώργιος Α΄ έμπαινε θριαμβευτικά στη Θεσσαλονίκη. Με ειδική αμαξοστοιχία που ξεκίνησε από τον Γιδά (σημ. Αλεξάνδρεια Ημαθίας) έφτασε στις 10.30 στο σιδηροδρομικό σταθμό Μοναστηρίου. Κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής και από τις δύο πλευρές ήταν παρατεταγμένη από το Μπεχτσινάρ, την Εγνατία, ως το Διοικητήριο και την παραλιακή οδό, η 1η Μεραρχία Αθηνών του Ελληνικού στρατού. Ο βασιλιάς εισήλθε έφιππος πάνω σε μαύρο άλογο. Επίσης, ακολουθούσε ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Τους συνόδευαν οι πρίγκιπες, αξιωματικοί και εύζωνοι.

Παρά την κακοκαιρία και τη δυνατή βροχή πλήθος κόσμου, κυρίως του Ελληνικού πληθυσμού της πόλης, τους ακολουθούσε με ενθουσιώδεις ιαχές και επευφημίες. Ανάμεικτα συναισθήματα συγκλόνιζαν τους κατοίκους της πόλης που ανήκαν σε άλλες εθνότητες (Τούρκοι, Λεβαντίνοι, Εβραίοι). Η πόλη ελευθερώθηκε από τους Τούρκους 482 χρόνια μετά από την άλωσή της από τους Τούρκους την 28η Φεβρουαρίου 1430.

Ο Ελληνικός πληθυσμός της πόλης ήταν συγκινημένος ιδιαίτερα και από το γεγονός ότι η απελευθέρωσή της είχε συμπέσει με την ημέρα εορτής του πολιούχου της, Αγίου Δημητρίου.

Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΗ . Ο ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Στη Θεσσαλονίκη οι φυσικές δυσκολίες αυξάνονταν δεκαπλασίως. Στην αρχή οι Έλληνες βρέθηκαν απασχολημένοι με τις σοβαρές επιπλοκές που δημιουργούσε η κακή διαγωγή των Βουλγάρων. Οι Έλληνες είχαν γίνει άθελά τους ξενιστές δέκα, αντί δύο, ταγμάτων συμμαχικού στρατού και πολλά δημόσια οικήματα και μουσουλμανικά τεμένη είχαν επιταχθεί από τους Βουλγάρους.

Ο στρατηγός Θεοδώρωφ έσπευσε να πληροφορήσει τον Βασιλιά της Βουλγαρίας ότι οι Βούλγαροι είχαν κυριεύσει την πόλη. Ο τακτικός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης είχε αιφνιδίως αυξηθεί, καθώς στους μόνιμους κατοίκους προστέθηκαν 80.000 περίπου στρατιώτες, 40.000 πρόσφυγες και 25.000 αιχμάλωτοι.

Επιπλέον, οι Κομιτατζήδες του Σαντάνσκη είχαν εισέλθει και εκείνοι στην πόλη και ενώ το Ελληνικό Επιτελείο γνώριζε, βέβαια, ότι η πόλη φιλοξενούσε επισκέπτες οι οποίοι δε διακρίνονταν για το σεβασμό προς τα ανθρώπινα δικαιώματα, βρήκε μολαταύτα τους συμμάχους απρόθυμους να αποδεχθούν τα μέτρα εκείνα των οποίων η λήψη κρινόταν απαραίτητη για τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Ακολούθησε, δυσάρεστη αταξία. Κακή διαγωγή έδειξαν επίσης κάποιοι απείθαρχοι Έλληνες. Και οι Βούλγαροι, περιφρονώντας τις ελληνικές περιπόλους, επιδόθηκαν σε αρπαγές και λεηλασίες και σε χειρότερα ακόμα αδικήματα, διαλέγοντας όμως απομακρυσμένες περιοχές για τέτοιου είδους ενέργειες. Όταν κόπασε η πρώτη αναστάτωση, τέτοια φαινόμενα παρατηρούνταν ολοένα και πιο αραιά.

Για κάποιο διάστημα αρκετή εχθρικότητα ήταν ευδιάκριτη μεταξύ του Ελληνικού και Ισραηλίτικου στοιχείου. Οι Ισραηλίτες οι οποίοι αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, ήταν κυρίως για εμπορικούς (και λιγότερο για συναισθηματικούς λόγους) δυσαρεστημένοι με την Ελληνική κατοχή. Θεωρούσαν τους εαυτούς τους πολίτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αισθάνονταν την οδύνη από την Τουρκική ήττα και ήταν περίλυποι, νιώθοντας να διασαλεύεται η τάξη και ο ρυθμός της ζωής τους. Με τη σύσταση Ελληνοϊσραηλίτικης επιτροπής, της οποίας σκοπός ήταν η προαγωγή αρμονικότερων σχέσεων μεταξύ των δύο στοιχείων, εξέλειψε το αίσθημα της παρεξηγήσεως και της πικρίας. Η προσέγγιση του Ελληνικού και του Ισραηλίτικου στοιχείου υποβοηθήθηκε και από τις πληροφορίες των ωμοτήτων που διέπραξαν οι Βούλγαροι εναντίον αμάχων πληθυσμών κατά την προέλασή τους στη Θεσσαλονίκη.

Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος πήρε την πρωτοβουλία να διορίσει τον αδελφό του Α. Β. Υψ. τον πρίγκιπα Νικόλαο στη θέση του στρατιωτικού διοικητού της πόλης. Με αριστοτεχνική δεξιότητα ο πρίγκιπας χειρίστηκε τα διάφορα δύσκολα προβλήματα τα οποία δημιούργησε η στάση των Βουλγάρων. Οι προσπάθειές του αυτές ενισχύονταν επαρκέστατα από τον Γενικό γραμματέα κ. Τζορμπατζόγλου ο οποίος είχε χρηματίσει για πολλά χρόνια πρόξενος στην Τουρκία, είχε εξαιρετική πείρα, μιλούσε καλά την Τουρκική γλώσσα και γνώριζε, την προνομιούχα θέση που απολάμβαναν οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων της τότε.

Νομάρχης Θεσσαλονίκης διορίστηκε ο κ. Αργυρόπουλος ο οποίος βρισκόταν σε στενή επαφή με τον πρίγκιπα και κατόρθωσε με εξαιρετική ικανότητα να χειρισθεί τα πολλά και ακανθώδη ζητήματα που προέκυψαν.

Αξιωματικοί του Χασάν Ταχσίν πασά, περιφρονώντας πλήρως τους όρους του πρωτοκόλου της συνθηκολόγησης, αναμείχθηκαν σε Νεοτουρκικές σκευωρίες με υποκινητή τον Δρ. Ναζίμ που τότε κατείχε τη διεύθυνση του νοσοκομείου του Ερυθρού Σταυρού. Ο Νομάρχης κατήρτισε σχέδιο και έτσι 500 περίπου ταραχοποιοί, ανάμεσά τους και Δρ. Ναζίμ, συνελήφθηκαν ξαφνικά σε δρόμους, σπίτια κλπ. και διώχθηκαν με μεταγωγικό από τη Θεσσαλονίκη.

Για τον χειρισμό του «Μακεδονικού Οικονομικού Δεσμού» και για την έξοδο από το λαβύρινθο των ευθυνών και υποχρεώσεων απέναντι στα Ευρωπαϊκά συμφέροντα ο Βενιζέλος όρισε υπεύθυνο τον κ. Κοφινά. Ο Κοφινάς εγκαινίασε σύστημα «ελεύθερης τελωνειακής ζώνης».

Η ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΗ – ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Το 1912 η Θεσσαλονίκη είχε 150.000 κατοίκους. Την ίδια εποχή το Βελιγράδι (η μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες Βαλκανικές πόλεις) αριθμούσε μόνο 120.000 κατοίκους.

Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης δεν ήταν αμιγής, αλλά αποτελείτο από πολλές εθνότητες. Σύμφωνα με στοιχεία του 1910 αριθμούσε 35.000 Έλληνες, 30.000 Τούρκους, 65.000 Ισραηλίτες και 2.200 κατοίκους διαφόρων άλλων εθνικοτήτων. Αμέσως μετά την απελευθέρωση κατά τη διάρκεια του 1913 οι Έλληνες έφτασαν τις 67.000, οι Τούρκοι μειώθηκαν στις 14.000, ενώ οι Ισραηλίτες παρέμειναν στις 65.000.

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Αποτελούσε το μεγαλύτερο κέντρο της Βαλκανικής, ειδωμένη από συγκοινωνιακή, βιομηχανική και εμπορική σκοπιά. Μπορεί να θεωρηθεί πως η Θεσσαλονίκη εξυπηρετούσε μια τεράστια ενδοχώρα: σχεδόν ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Τουρκία (που πριν τους Βαλκανικούς απλωνόταν ως την Αδριατική) ως τις παρυφές της Σόφιας και τα σύνορα της Ερζεγοβίνης προς το βορρά.

Από τα τέλη του 19ου αι. και με τη βοήθεια του σιδηροδρόμου που διέσχιζε τη Βαλκανική τόσο η Βουλγαρία όσο και η Σερβία είχαν κύρια διέξοδό τους στη Μεσόγειο το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Μετά την Κωνσταντινούπολη η Θεσσαλονίκη υπήρξε το σπουδαιότερο οικονομικό και πνευματικό κέντρο της περιοχής.

Τα ξένα κεφάλαια επένδυαν στη φεουδαρχική Οθωμανική αυτοκρατορία που γνώριζε σταδιακά τον καπιταλισμό. Εγκαινιάζονταν βιομηχανίες, ιδρύονταν τράπεζες, αναπτύσσονταν οι συγκοινωνίες, διευρύνονταν οι αγορές. Η αντανάκλαση όλων αυτών ήταν εμφανέστατη στην εξέλιξη της Θεσσαλονίκης.

ΓΙΑΤΙ ΟΛΟΙ ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΑΝ ΝΑ ΤΗΝ ΕΛΕΓΧΟΥΝ

Η Θεσσαλονίκη είχε εξαιρετική στρατηγική σημασία και αποτελούσε επίκεντρο διεθνών ανταγωνισμών. Η ορμητική εξόρμηση της Γερμανίας προς την Ανατολή, η περίφημη «Drang nach osten» (πορεία προς Ανατολάς) κινούσε τους μοχλούς για το «ξαναμοίρασμα του κόσμου» από τις Μεγάλες Δυνάμεις.

Στη θαλάσσια κυριαρχία της Μεγάλης Βρετανίας σε Γιβραλτάρ, Μάλτα, Κρήτη, Κύπρο, Σουέζ, οι Γερμανοί ήθελαν να προτάξουν τον έλεγχο της γραμμής Βερολίνου, Βιέννης, Σόφιας, Κωνσταντινούπολης – Βαγδάτης. (Για το λόγο αυτό είχαν κατασκευάσει τον υπεριρανικό σιδηρόδρομο από τη Νικομήδεια ως τη Βαγδάτη.)

Η Γερμανική γραμμή δεν περνούσε από τη Θεσσαλονίκη, όμως οι Γερμανοί επιθυμούσαν τον έλεγχο της πόλης για τη φύλαξη της προαναφερόμενης σιδηροδρομικής γραμμής.

Οι Άγγλοι, πάλι, θέλοντας να αναχαιτίσουν τη Γερμανική επέκταση και να πλήξουν τη Γερμανία από τα νώτα, επιθυμούσαν τον έλεγχο της Θεσσαλονίκης. (Από το 1915 θα δημιουργηθεί βαλκανικό μέτωπο των Αγγλογάλλων στη Μακεδονία.)

Η Αυστροουγγαρία, επίσης, την εποφθαλμιούσε, διότι επιθυμούσε να «κατατρώγει» σταθερά την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ας θυμηθούμε πως είχε καταλάβει την Ερζεγοβίνη και τη Βοσνία το 1908. Ακόμα, δρούσε ως «συνέταιρος» της Γερμανίας.

Χαρακτηριστικά, ο Γεώργιος ο Α΄ της Ελλάδος, μετά από μια περιοδεία του στην Ευρώπη λίγο πριν τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο, είχε πει στο Βενιζέλο:

«Η Αυστρία θέλει με κάθε μέσον τη Θεσσαλονίκη και φοβάμαι πως θα την πάρει …».

Η Βουλγαρία είχε στο στόχαστρο τη Θεσσαλονίκη, επιθυμώντας άνετη διέξοδο στο Αιγαίο. Για τους ίδιους λόγους την επιθυμούσε και η Σερβία.

Από τους συμμάχους του Πρώτου Βαλκανικού πολέμου η Ελλάδα πρόλαβε πρώτη να μπει και να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη.

Για τους Έλληνες, πάλι, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης σήμανε ένα πρώτο βήμα για την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Για το λόγο αυτό η προσπάθεια κατάκτησής της υπήρξε κορυφαία επιδίωξη του Ελληνικού λαού και της πολιτικής ηγεσίας.

Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΓΑΛΗΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Κανείς στην Ευρώπη, μέχρι εκείνη τη στιγμή που ξέσπασε ο Α΄ Βαλκανικός πόλεμος, δε φανταζόταν ότι η Οθωμανικός στρατός μέσα σε λίγες ημέρες από την έκρηξη των εχθροπραξιών θα μεταβαλλόταν σε έναν ηττημένο συρφετό και θα εξαναγκαζόταν η Πύλη να παραχωρήσει αυτονομία στη Μακεδονία.

Όταν τα Συμμαχικά στρατεύματα απώθησαν τους Τούρκους από κάθε σπουδαία θέση, οι Ευρωπαίοι πολίτες που πριν από λίγες εβδομάδες ειδοποιούσαν τη Βαλκανική Συμμαχία ότι σε καμιά περίπτωση δε θα δέχονταν με ευμένεια καμιά εδαφική μεταβολή, τώρα μεταστράφηκαν.

Συζητούσαν το διαμελισμό της Ευρωπαϊκής Τουρκίας σε τέσσερα τμήματα. Με αυτόν τον τρόπο θα έθεταν τέρμα στο οχληρό ζήτημα της Εγγύς Ανατολής.

Η αξιέπαινη προσπάθεια που κατέβαλαν οι πληρεξούσιοι των Βαλκανικών κρατών στο Λονδίνο, για να τηρήσουν ενωμένο το μέτωπο απέναντι στον κοινό εχθρό, ήταν τόσο επιτυχής, ώστε για κάποιο χρονικό διάστημα ελάχιστα πράγματα κατόρθωσε να μάθει η Ευρώπη σχετικά με τις διαφορές που ήδη είχαν αρχίσει να αναφύονται μεταξύ των Συμμάχων.

Όπως εκθέσαμε και παραπάνω, ο στρατηγός Θεοδώρωφ ζήτησε φιλοξενία για δύο μόνο τάγματα και οδήγησε, δυστυχώς, εντός της πόλης της Θεσσαλονίκης ολόκληρη ταξιαρχία. Είχε διαβεβαιώσει τον Διάδοχο ότι οι Βούλγαροι θα στρατοπέδευαν σε μέρη που είχε ετοιμάσει γι’ αυτούς η Βουλγαρική κοινότητα.

Είχε υποσχεθεί ότι τα στρατεύματά τους θα υποτάσσονταν στις διαταγές και στους κανονισμούς των Ελληνικών Αρχών. Και όμως οι Βούλγαροι γρήγορα αγνόησαν την Ελληνική χωροφυλακή. Εγκατέστησαν τις δικές τους περιπόλους και με τη συμπεριφορά τους έδειχναν ότι δεν αναγνώριζαν καμία εξουσία πέρα από αυτή του Αρχιστρατήγου τους.

Κάτω από τις συνθήκες αυτές οι σχέσεις μεταξύ των δύο στρατών εκτραχύνθηκαν. Ο επισκέπτης αντιλαμβανόταν αμέσως την έλλειψη συναδελφικότητας μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων. Στην ουσία οι ιδέες του Πανελληνισμού και του Πανβουλγαρισμού «ξύπνησαν».

Σε διάστημα μιας εβδομάδας από τη συνθηκολόγηση της Θεσσαλονίκης οι σχέσεις μεταξύ των δύο στρατών είχε ενταθεί μέχρι σημείο σχεδόν ρήξεως. Οι Βούλγαροι μιλούσαν απροκάλυπτα πλέον για το ενδεχόμενο πολέμου με την Ελλάδα.

Εάν η συγκέντρωση των «αντίζηλων» στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη εξακολουθούσε, υπήρχε φόβος σύγκρουσης. Ευτυχώς όμως οι στρατιωτικές ανάγκες σε άλλα πολεμικά πεδία επέβαλαν την αποστολή μεγάλου μέρους της δύναμης των Βουλγάρων στο Δεδέαγατς. Ταυτόχρονα, πραγματοποιήθηκε μεγάλη έξοδος Ελληνικών στρατευμάτων προς το Σόροβιτς. Έτσι, η Θεσσαλονίκη άρχισε να ανακτά τη γαλήνη της.

Πριν την αναχώρησή του για το Σόροβιτς ο Διάδοχος Κωνσταντίνος διόρισε το αδελφό του, πρίγκιπα Νικόλαο, διοικητή της Θεσσαλονίκης. Από τα πρώτα διαβήματα του Νικολάου ήταν να προσκαλέσει τους δύο γιούς του Βασιλιά των Βουλγάρων Φερδινάνδου, τον Βόρη και τον Κύριλλο σε δεξίωση στη Λέσχη της Θεσσαλονίκης. Με αυτόν τον τρόπο προσπάθησε να ελαττώσει στο ελάχιστο την υφιστάμενη ένταση. Πραγματικά, μετά από την εκδήλωση αυτή κάπως βελτιώθηκε η κατάσταση. Όμως, η ειρήνη δυστυχώς, διαταράχθηκε. Αναρίθμητα επεισόδια συνέβαιναν τα οποία καταδείκνυαν το αμοιβαίο μίσος των δύο λαών.

ΠΩΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΘΗΚΑΝ ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης ανοίγονταν για την Ελλάδα νέοι ορίζοντες. Ο Α΄ Βαλκανικός δεν είχε τελειώσει ακόμη και για τους Έλληνες υπήρχε ο εξής προβληματισμός: προς τα πού έπρεπε να κινηθούν στο εξής οι Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις; Αρχικά, ο Κωνσταντίνος σκέφθηκε τη Θράκη. Και ως αρχιστράτηγος πρότεινε στην Κυβέρνηση να μεταφερθεί ο Ελληνικός στρατός στην περιοχή αυτή.

Οι Βούλγαροι αυτήν την περίοδο στη Θράκη, είχαν πολιορκήσει την Αδριανούπολη, επεκτάθηκαν στη χερσόνησο της Καλλίπολης, αλλά σταμάτησαν στην Τσατάλτζα (25 μόλις χλμ. Από το Βόσπορο), χωρίς να μπορούν να επιβληθούν στους Τούρκους και να προελάσουν.

Το σχέδιο του Κωνσταντίνου ήταν να πράξουν οι Έλληνες ό,τι ακριβώς είχαν πράξει οι Βούλγαροι στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, δηλ. ο Ελληνικός στρατός να πάρει μέρος στις επιχειρήσεις των Βουλγάρων στη Θράκη και να μπει μαζί με τις Βουλγαρικές δυνάμεις στην Κωνσταντινούπολη.

Έτσι, η Ελλάδα θα αποκτούσε δικαιώματα συγκυριαρχίας σε αυτήν. Ο Βενιζέλος απέρριψε ως τυχοδιωκτική την πρόταση του Κωνσταντίνου. Προτιμήθηκε να μεταφερθούν στη Θράκη με ελληνικά πλοία οι Βουλγαρικές δυνάμεις που είχαν μπει στην πόλη, επιδιώκοντας την συγκυριαρχία.

Με αυτόν τον τρόπο απαλλάχτηκε η Θεσσαλονίκη από δέκα επικίνδυνα Βουλγαρικά τάγματα. Δύο μόνο έμειναν μέσα στη πόλη. Από ξηράς στάλθηκαν δυνάμεις των Σέρβων που βοήθησαν τους Βουλγάρους στην πολιορκία της Αδριανούπολης.

Ο Βενιζέλος επιθυμούσε την ενσωμάτωση στη χώρα των μεγάλων νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου: Λέσβος, Χίος, Σάμος, Λήμνος. Επιθυμούσε, επίσης, να καταληφθεί το αλύτρωτο τμήμα της Ηπείρου με τα Ιωάννινα και η Δυτική Μακεδονία ως το Μοναστήρι.

Βαλκανική Κρίση 1875 έως 1878, Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος, Προπαρασκευ, Εθελοντές, Ιατρική Περίθαλψη, Υπογραφή Βαλκανικού Συμφώνου

Κατάληψη Ελασσόνας, Δεσκάτης, Η Μάχη του Σαραντάπορου, Απελευθέρωση Σερβίων, Κοζάνης, Απελευθέρωση Γρεβενών, Δεσκάτης, Απελευθέρωση Λιτοχώρου, Κατερίνης, Απελευθέρωση Βέροιας, Απελευθέρωση Έδεσσας, Κατάληψη Αμυνταίου, Η Μάχη των Γιαννιτσών, Απελευθέρωση Θεσσαλονίκης, Απελευθέρωση Χαλκιδικής, Αγίου Όρους, Η Μάχη του Ναλμπάκιοϊ, Απελευθέρωση Φλώρινας, Αμυνταίου, Πτολεμαΐδος, Επιχειρήσεις του Βουλγαρικού και Σερβικού στρατού

Ελληνικός στόλος, Κατάληψη της Λήμνου, Βύθιση του Φετίχ Μπουλέν, Κατάληψη Θάσου, Ίμβρου, Αϊ Στράτη, Σαμοθράκης, Ψαρών, Τενέδου, Ναυμαχία Έλλης, Απελευθέρωση Μυτιλήνης, Απελευθέρωση Χίου, Ναυμαχία Λήμνου, Απελευθέρωση Σάμου, Δράση Μοίρας Ιονίου, Αξιωματικοί του Ναυτικού, Θωρηκτό Αβέρωφ

Στρατιά 'Ηπειρου, Κατάληψη Πρέβεζας, Πέντε Πηγαδιών, Η πορεία προς τα Ιωάννινα, Απελευθέρωση Ιωαννίνων, Οι τελευταίες ημέρες του βασιλέως Γεωργίου, Αεροπορία, Γεγονότα πριν το τέλος του Α΄Βαλκανικού

Αυτόνομη Βόρεια Ήπειρος

Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, Η Μάχη της Θεσσαλονίκης, Η Μάχη Κιλκίς, Λαχανά, Η κατάληψη της Δοϊράνης, Απελευθέρωση Σερρών, Δράμας, Δοξάτου, Ξάνθης, Κομοτηνής, Απελευθέρωση Καβάλας, Συνθήκη Βουκουρεστίου

Απελευθέρωση Κρήτης

Μετάλλια της Εποχής 1912 και 1913, Εξώφυλλα τετραδίων της Εποχής 1912 και 1913, Ημερήσιος τύπος 1912 και 1913, Αλληλογραφραφία από το μέτωπο, Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄, Ελευθέριος Βενιζέλος, Παύλος Κουντουριώτη

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ (Balkan Wars 1912 . 1913) ανήκει στην Οικογένεια Ποταμιάνου Ε.Κ.Α. (Ηπειρωτική).

Συναποτελείται από συλλογές, που αφορούν την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, του Μανουσάκη και άλλων.

Η Έρευνα, η Συγγραφή και η Επιμέλεια της ύλης πραγματοποιήθηκαν από την Αργυρή Κ. Μπαξεβάνου, Φιλόλογο και Συγγραφέα.

Υπεύθυνη Σχεδιασμού και Διαχείρισης ιστοσελίδος Ειρήνη Μαρία Β. Ταμπάκη, φοιτήτρια Μηχανικών Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών Π.Ε.

Ευγενική υποστήριξη Βασίλειος Α. Ταμπάκης, Δρ. Δασολογίας

Το υλικό στην πρωτογενή του μορφή εκτίθεται στην Ιερά Μονή Ευαγγελισμού, Σκιάθου.