ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ

BALKAN WARS 1912

.

1913

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΣΕΡΒΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Α΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ

Οι κύριες επιχειρήσεις του Σερβικού στρατού διεξήχθησαν στη Βορειοδυτική Μακεδονία, ενώ δευτερεύουσα σημασία είχαν οι επιχειρήσεις στο Νόβι Πάζαρ και την Αλβανία, όπου δρούσε και ο στρατός του Μαυροβουνίου. Μετά την προέλαση στην κοιλάδα του Κοσσυφοπεδίου και την κατάληψη της Πρίστινα (22 Οκτωβρίου), ο Σερβικός στρατός αντιμετώπισε ισχυρές Οθωμανικές δυνάμεις έξω από το Κουμάνοβο (23 Οκτωβρίου). Παρά την σθεναρή αντίσταση των Οθωμανών και τις βαριές απώλειες των Σέρβων, οι τελευταίοι επικράτησαν, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο προς το νότο. Τις επόμενες ημέρες κατελήφθησαν το Ιστίπ και τα Σκόπια. Στις 2/5 Νοεμβρίου του 1912 δόθηκε η μεγάλη μάχη του Περλεπέ, που έληξε με ολοκληρωτική νίκη των Σέρβων. Οι Οθωμανοί υποχώρησαν στο Μοναστήρι για να προετοιμάσουν την άμυνά τους. Εκεί δόθηκε η επόμενη μεγάλη μάχη μεταξύ των δύο αντιπάλων και οι Σέρβοι μπήκαν τελικά στην πόλη, στις 18 Νοεμβρίου. Οι οθωμανικές δυνάμεις που διέφυγαν από τον σερβικό κλοιό, κατέφυγαν στην Ήπειρο και την Αλβανία, όπου συνέχισαν τη δράση τους μέχρι το τέλος του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου.

Το κύριο θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων του Βουλγαρικού στρατού ήταν η Θράκη. Εκεί οι Βουλγαρικές δυνάμεις, μετά από σκληρές μάχες, κατάφεραν να προελάσουν έως την Τσατάλτζα, στα περίχωρα της Κωνσταντινουπόλεως και παράλληλα πολιόρκησαν την Αδριανούπολη.

Στη Μακεδονία έδρασε μονάχα μία βουλγαρική μεραρχία υπό τον Στρατηγό Θεοδώρωφ, με κύρια αποστολή την κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Η βουλγαρική μεραρχία αντιμετώπισε αδύναμα τουρκικά στρατιωτικά σώματα, χωρίς να συναντήσει ιδιαίτερη αντίσταση. Οι εμπροσθοφυλακές της είχαν φθάσει ήδη στα πρόθυρα της μακεδονικής πρωτεύουσας, όταν ο Ταξίν Πασάς παρέδωσε την πόλη στον Κωνσταντίνο.

Οι στρατιωτικές επιτυχίες των Βαλκάνιων συμμάχων εξέπληξαν όχι μόνο την Υψηλή Πύλη αλλά και τις Μεγάλες Δυνάμεις. Η ταχεία προέλαση των στρατευμάτων τους οδήγησε, μέσα σε χρονικό διάστημα λίγων μηνών, στην ολοκληρωτική σχεδόν εξάλειψη της οθωμανικής κυριαρχίας στον ευρωπαϊκό χώρο. Με τη Συνθήκη του Λονδίνου, στις 30 Μαΐου 1913, η Τουρκία παραχωρούσε όλα της τα εδάφη δυτικά της γραμμής Αίνου Μηδείας και παραιτείτο των κυριαρχικών δικαιωμάτων της στην Κρήτη. Η τύχη των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και της Αλβανίας αφέθηκε στη διαιτησία των Μεγάλων Δυνάμεων.

ΑΛΛΑ ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΜΕΤΩΠΑ ΜΕ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ , ΣΕΡΒΟΥΣ , ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥΣ

Οι Βούλγαροι επιθυμούσαν να καταλάβουν τα Σκόπια, γιατί πίστευαν πως στην περιοχή κατοικούσαν πληθυσμοί Βουλγαρικής καταγωγής. Μετά από συγκρούσεις (17/26 Ιουνίου 1913) κέρδισαν τη νίκη οι Σέρβοι.

Τα Σερβικά και τα Ελληνικά στρατεύματα χάνουν την επαφή τους μετά την επίθεση των Βουλγάρων στην περιοχή Εγρί Παλάνκα. Οι Έλληνες περίμεναν να κινηθούν οι Σέρβοι προς το Κιουστεντίλ και τη Σόφια, για να περιοριστεί έτσι η πίεση που δέχονταν οι Έλληνες στην Κρέσνα.

Εκείνη την περίοδο οι Τούρκοι εκμεταλλεύτηκαν τις περιστάσεις και κατέλαβαν την Αδριανούπολη (9 Ιουλίου 1913).

Από ψηλά οι Ρουμάνοι εισέβαλαν στη Βουλγαρία και, δίχως να αντιμετωπίσουν αντίσταση, προήλασαν ως τη Σόφια. Στις 18 Ιουλίου οι αντιμαχόμενοι αποδέχονται τους όρους ανακωχής. Τελικά, οι Βούλγαροι ηττήθηκαν, καθώς είχαν υποτιμήσει τις αξιόμαχες Ελληνικές δυνάμεις και τους ικανότατους επιτελείς του Ελληνικού στρατηγείου.

***

Οι Βούλγαροι, παρελαύνοντας στη Θράκη με τρεις στρατιές, νίκησαν τους Τούρκους στο Λουλέ Μπουργκάς (2 Νοεμβρίου 1912), αλλά αναχαιτίστηκαν αποφασιστικά στη Τσατάλτζα μπροστά στην Κωνσταντινούπολη που ήταν και ο κύριος στόχος τους. Στο μεταξύ όμως είχαν καταλάβει όλη την ανατολική Μακεδονία (Σέρρες, Δράμα, Καβάλα). Εξάλλου, οι Σέρβοι είχαν καταλάβει τα Σκόπια, το Μοναστήρι (Βιτώλια), ενώ οι Μαυροβούνιοι πολιορκούσαν το Σκούταρι (Σκόρδα).

Οι Έλληνες μετά τη Θεσσαλονίκη, καταλαμβάνοντας όλη σχεδόν την Δυτική Μακεδονία, έφτασαν ως τη Φλώρινα και μετά, αλλάζοντας πορεία, κατευθύνθηκαν στην Ήπειρο.

Η ΑΝΑΚΩΧΗ ΤΗΣ 3ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1912

Και ενώ διαμορφωνόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο η κατάσταση στα διάφορα μέτωπα, στις 20 Νοεμβρίου / 3 Δεκεμβρίου 1912 έγινε Ανακωχή. Η Ελλάδα δεν πήρε μέρος σε αυτήν την Ανακωχή. Συνέχισε τις επιχειρήσεις της στην Ήπειρο και το Αιγαίο.

Δέχθηκε όμως να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις για ειρήνη που άρχισαν αμέσως στο Λονδίνο.

Στις 21 Ιανουαρίου / 3 Φεβρουαρίου 1913 οι επιχειρήσεις ξανάρχισαν σε όλα τα μέτωπα. Οι ενδοβαλκανικές διαφορές οξύνονταν. Μέσα στην ίδια τη Θεσσαλονίκη οι Βούλγαροι επεδίωκαν συγκυριαρχία, προκαλώντας φόβο αλλά και τάσεις εκδίκησης στον Ελληνικό πληθυσμό που υπέφερε από αυτούς.

Κατάληψη Αδριανούπολης από Βουλγάρους

Από τον Οκτώβριο του 1912 ως και το Μάρτιο του 1913 συμαχικός στρατός Βουλγάρων και Σέρβων και Μαυροβουνίων πολιορκούσε την Αδριανούπολη. Ο πόλεμος ήταν σκληρός.

Στη διάρκεια της πολιορκίας έγιναν πολύνεκρες μάχες στα Μαράσια (Μαράς). Το χωριό αυτό βρισκόταν σε τοποθεσία ιδανική για κάποιον που θέλει να επιτεθεί και να κυριεύσει την Αδριανούπολη (κυρίως με πυροβολικό). Γινόταν λυσσαλέες μάχες, καθώς οι δύο αντίπαλοι προσπαθούσαν να καταλάβουν δύο υψώματα το Παπάς Τεπέ (Ρίζια) και το Καρτάλ Τεπέ (Καστανιές).

Στα Μαράσια ή Μαράς οι Βούλγαροι είχαν 59 νεκρούς και 549 τραυματίες. Τους ίδιους περίπου νεκρούς και 590 τραυματίες είχαν οι Τούρκοι στην πρώτη σύγκρουση, γιατί ακολούθησαν και άλλες. Έγινε ανακωχή 20 Νοεμβρίου 1912. Αυτή όμως δεν τηρήθηκε και στις 21 Ιανουαρίου 1913 επαναλήφθηκαν οι εχθροπραξίες χωρίς σημαντικά αποτελέσματα.

Στις 13 Μαρτίου του 1913 οι Βούλγαροι κατέλαβαν την Αδριανούπολη. Με την ενίσχυση των Βουλγάρων οι Μαυροβούνιοι κατέλαβαν το Σκούταρι, δυστυχώς όμως αναγκάστηκαν από τις Μεγάλες Δυνάμεις να το παραχωρήσουν στην Αλβανία. Από την Τσατάλτζα ως την Αδριανούπολη δεν υπήρχε τουρκική στρατιωτική δύναμη πια. Η «επανάσταση» των Νεοτούρκων τελικά δεν ωφέλησε σε τίποτε την Τουρκία η οποία αναγκάστηκε να αποδεχθεί ανακωχή και πάλι και επανάληψη των διαπραγματεύσεων για την ειρήνη.

Στις 27 Μαρτίου 1913 ο βασιλιάς της Βουλγαρίας, Φερδινάνδος, μπήκε στην πόλη. Αντιπρόσωποι των εμπολέμων υπέγραψαν στις 17 Μαΐου 1913 στο Λονδίνο, Συνθήκη Ειρήνης.

Τα γεγονότα στη Μαράσια (8 Ιουλίου 1913)

Στις 7 Ιουλίου 1913 οι Βούλγαροι έβαλαν φωτιά σε αποθήκες στην περιοχή Καραγάτς. Κάποιοι Έλληνες κατάφεραν να διασώσουν από τις φλόγες κάποιους σάκκους τροφίμων. Την επομένη ημέρα 8/7/1913 άτακτοι Βούλγαροι, καθώς έβλεπαν τους Τούρκους να αδρανούν, γύρισαν στο Καραγάτς συνέλαβαν σαράντα πέντε Έλληνες και, αφού τους έδεσαν πισθάγκωνα με αγκαθωτό σύρμα, τους έριξαν στον ποταμό Έβρο λίγο μετά τη σιδηροδρομική γραμμή των Μαρασίων. Ένας μόνο από αυτούς κατάφερε να σωθεί.

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΠΕΡΛΕΠΕ ΚΑΙ Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΜΕ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΦΟΡΟΥΝ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΣΕΡΒΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΩΝ

ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΠΕΡΛΕΠΕ

Θυμίζουμε και πάλι ότι μετά την κατατρόπωση των Τούρκων στο Κουμάνοβο και τα Σκόπια τα λείψανα του Οθωμανικού στρατού υποχώρησαν στο Κυπριλή (Βελεσσά).

Ο Σέρβοι σταμάτησαν για λίγο στα Σκόπια, για να αναπαυθεί ο στρατός τους, αλλά και για να αναπληρώσουν τα κενά τους. Υπήρχε η πεποίθηση ότι το επόμενο βήμα των Τούρκων ήταν να προβάλουν αντίσταση στα Βελεσσά μια θέση που ήταν εξαιρετικά ισχυρή και μπορούσε εύκολα να οχυρωθεί, καθώς δέσποζε στην κοιλάδα του Αξιού, εμποδίζοντας «σιδηροδρομική» και «οδική» κάθοδο προς Θεσσαλονίκη.

Οι Τούρκοι, ωστόσο, αποφάσισαν να εκκενώσουν αυτήν την εξαιρετικά στρατηγική θέση και να υποχωρήσουν σε μια θέση «αδιέξοδη» στο Μοναστήρι, εγκαταλείποντας έτσι τη Θεσσαλονίκη στο έλεος των εχθρών τους.

Πραγματικά, εκκένωσαν τα Βελεσσά, από το στράτευμά τους: 25.000 μικτού στίφους Νιζάμηδων (τακτικός στρατός) και Βασιβουζούκων στάλθηκαν στο Καλκαντελέν με διοικητή τον Φετή πασά. Οι υπόλοιπες δυνάμεις υπό τη διοίκηση του Καρά Σαΐτ πασά αναχώρησαν για το Μοναστήρι μέσω Περλεπέ.

Όταν ο Σερβικός στρατός προχώρησε νότια προς τα Βελεσσά, βρήκε την πόλη άδεια. Έλαβαν τότε κάποιες πληροφορίες ότι οι Τούρκοι έφευγαν μέσω Περλεπέ προς το Μοναστήρι, αφού άφησαν πάνω στα υψώματα του Μπαμπουνά (σήμερα ανήκει στην Π.Γ.Δ.Μ.) ισχυρή οπισθοφυλακή, για να καθυστερήσουν την πορεία των εχθρών τους.

Στις 19 Οκτωβρίου / 1 Νοεμβρίου 1912 οι Σέρβοι ξεκίνησαν για τον Περλεπέ μια από τις περιφημότερες πόλεις της Σερβικής ιστορίας.

Στο μέσο της οδού προς το Περλεπέ υπήρχε το χάνι του τσιφλικιού του Αβδή πασά. Εκεί είχαν ετοιμάσει οι Τούρκοι την άμυνά τους.

Το μέρος αυτό δίνει την εντύπωση απόρθητης θέσης και είναι απορίας άξιο πώς οι Σέρβοι κατόρθωσαν να εκπορθήσουν τα απόκρημνα και περιχαρακωμένα αυτά υψώματα. Σε όλα αυτά τα υψώματα οι Τούρκοι είχαν τοποθετήσει πεδινές και ορειβατικές πυροβολαρχίες. Σε προχωρημένη θέση μπροστά από την κύρια γραμμή της άμυνάς τους είχαν οχυρώσει έναν λόφο ύψους 1.200μ. Η θέση τους συνολικά ήταν εξαιρετικά ισχυρή. Χαρακώματα και πέτρινα τείχη είχαν αναγερθεί, για να συμπληρώσουν τη φυσική οχύρωση.

Η επίθεση κατά του στενού του Περλεπέ ή Πρισσάτ (όπως επίσης αποκαλείται) ανατέθηκε στη Σερβική Μεραρχία του Μοράβα η οποία για το σκοπό αυτό διαιρέθηκε σε τρεις φάλαγγες.

Δύο συντάγματα, αφού άφησαν την κύρια οδό, προήλασαν δυτικά κατά μήκος των κορυφογραμμών με σκοπό να επιτεθούν στην αριστερή πλευρά της παράταξης των Τούρκων η οποία ήταν οχυρωμένη στην κορυφή του λόφου των 1.200μ.

Άλλο σύνταγμα (εκτός από ένα τάγμα του) διατάχθηκε να προχωρήσει δια μέσου των κορυφογραμμών προς τα ανατολικά της κύριας οδού και να βαδίσει, μέσω Νεγκοτίν κατά του δεξιού τμήματος της παράταξης των Τούρκων.

Η κεντρική φάλαγγα που αποτελείτο από ένα σύνταγμα και μια λυόμενη πυροβολαρχία κρατούσε την κύρια οδό με σκοπό τη μετωπική επίθεση κατά της κορυφής των 1.200μ. Η μεραρχία του ιππικού μαζί με ένα τάγμα πεζικού και τη μοναδική ορειβατική πυροβολαρχία που ανήκε στη μεραρχία του Μοράβα αποτελούσε το αριστερό άκρο της Σερβικής προέλασης και είχε ως προορισμό την υπερφαλάγγιση της όλης θέσεως των Τούρκων.

Εξαιτίας του ορεινού ανάγλυφου της χώρας και των ελικοειδών οδών, το Σερβικό πεδινό πυροβολικό καθίστατο άχρηστο. Ήταν υποχρεωμένο, επομένως, το πεζικό να ενεργήσει επίθεση χωρίς καμία άλλη υποστήριξη κατά των οχυρωμένων θέσεων του Οθωμανικού στρατού.

Προσπαθώντας να επωφελούνται κάθε φορά από οποιοδήποτε προκάλυμμα, οι Σέρβοι διατήρησαν όλη την ημέρα (21 Οκτωβρίου – 3 Νοεμβρίου 1912) τουφεκιοβολισμό κατά της Τουρκικής θέσης στο λόφο. Τη νύχτα δεν μπόρεσαν να επιτύχουν καμία πρόοδο, παρόλες τις βαριές απώλειές τους. Την ίδια ημέρα η αριστερή φάλαγγα υπέστη υπέρογκες απώλειες πριν το Νεγκοτίν.

Την επόμενη (22 Οκτωβρίου – 4 Νοεμβρίου) δεύτερη Σερβική Μεραρχία ήλθε για βοήθεια. Η μια φάλαγγά της έσπευσε σε βοήθεια της αριστερής πτέρυγας της Μεραρχίας του Μοράβα και η δεύτερη έκαμε το γύρο προς το άκρο δεξιό τμήμα των Σερβικών γραμμών.

Έτσι, οι Σέρβοι ενισχυμένοι, επιτέθηκαν ενάντια στο λόφο που κατείχαν οι Τούρκοι με σφοδρότητα, καθώς το πεζικό τους βοηθιόταν και από μια λυόμενη πυροβολαρχία.

Τελικά, δόθηκε η διαταγή να κυριευθεί με έφοδο η κορυφή. Προκαλύμματα δεν υπήρχαν. Παρόλα αυτά οι άνδρες κατόρθωσαν να αναρριχηθούν και να εκδιώξουν τους Τούρκους. Ο Καρά Σαΐτ πασάς απέσυρε τα στρατεύματά του προς τα υψώματα του Κοσζάκ το οποίο δέσποζε στην κάθοδο προς την πεδιάδα Περλεπέ.

Η μάχη του Περλεπέ δεν είναι δυνατό, φυσικά, να συγκριθεί με αυτές του Κουμάνοβου και του Μοναστηρίου, άλλα ήταν μάχη απεγνωσμένου χαρακτήρα που κατέδειξε τη θαυμαστή υπεροχή του Σερβικού πεζικού.

Η μια μετά την άλλη όλες οι σχεδόν απόρθητες θέσεις καταλήφθηκαν. Οι απώλειες των Σέρβων στη μάχη αυτή ήταν συνολικά 2.000 νεκροί και τραυματίες.

Οι Σέρβοι μπήκαν στο Περλεπέ με υψωμένες σημαίες και ενθουσιασμό. Τη νύχτα από τα βουνά του Μπακάρνο – Κούβνο δέχτηκαν επίθεση από Τουρκικά τηλεβόλα. Μέσα στην απροστάτευτη πεδιάδα παρείχαν ιδεώδη στόχο στους εχθρούς τους. Μετά από μικρό πανικό, γρήγορα οι Σερβικές πυροβολαρχίες έλαβαν θέση και γρήγορα κατόρθωσαν να απωθήσουν τον εχθρό. Υπήρξε και πάλι κατάλογος νεκρών και τραυματιών, αλλά το Περλεπέ ήταν οριστικά πια στα χέρια των Σέρβων. Οι Τούρκοι κατευθύνονταν προς το Μοναστήρι.

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ

Ο Καρά Σαΐτ κατευθυνόταν με τα Τουρκικά στρατεύματα προς το Μοναστήρι, για να συνενωθεί με τις δυνάμεις του Τζαβήτ πασά. Οι Σέρβοι παρέμειναν και πάλι στο Περλεπέ. Ο Φεττή πασάς κατέρχονταν μέσω του Καλκεντελέμ και του Κρουσόβου στο Μοναστήρι. Με αυτόν τον τρόπο οι Τούρκοι συγκέντρωσαν όχι ασήμαντη δύναμη στρατού μαζί με τους στρατηγούς τους, για να υπερασπίσουν την τελευταία ισχυρή τους βάση στη Μακεδονία.

Στο Μοναστήρι σε καιρό ειρήνης στάθμευε ως φρουρά το 6ο Στρατιωτικό σώμα. Η πόλη διαδραμάτιζε σπουδαίο ρόλο στην εμπορική, πολιτική και στρατιωτική ιστορία της περιοχής. Από τις 40.000 κατοίκων της περισσότεροι ήταν οι Έλληνες και ακολουθούσαν οι Τούρκοι. Είχαν εμπορικές επαφές με την Αλβανία.

Ως οχυρωμένη πόλη παρείχε μεγάλα πλεονεκτήματα σε αμυνόμενο στρατό. Τα βουνά που την περιβάλλουν εξασφαλίζουν αποτελεσματικά τους κάθε φορά αμυνόμενους από επιθέσεις προερχόμενες από Νοτιοδυτικά, ενώ από το βορρά και τη δύση υπάρχουν πολλά οχυρά σημεία.

Όταν την 31η Οκτωβρίου – 13η Νοεμβρίου οι Σέρβοι κινήθηκαν εναντίον του Μοναστηρίου, το χιόνι και η βροχή κατέστησαν αδιάβατο το δρόμο προς την πόλη. Ο ποταμός Τσέρνα και οι παραπόταμοί του πλημμύρισαν, μεταβάλλοντας την πεδιάδα σε απέραντη λίμνη. Είναι, επομένως, εύκολο να φαντασθεί κανείς τις τρομακτικές δυσχέρειες τις οποίες έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι Σέρβοι κατά την πορεία τους εναντίον του Μοναστηρίου.

Οι Σερβικές μεραρχίες σχημάτισαν ένα ημικύκλιο γύρω από τις Οθωμανικές θέσεις από ανατολικά προς δυτικά. Ο σκοπός του Γενικού Επιτελείου ήταν να προσεγγίσει σιγά – σιγά προς το Μοναστήρι με μεγάλη προσοχή, ώστε να αποκοπεί η Τουρκική υποχώρηση νοτιοδυτικά προς τη Φλώρινα και δυτικά προς την Αχρίδα.

Οι Τούρκοι είχαν εμπιστευθεί τα κυριότερα σημεία της αμυντικής γραμμής τους (δηλ. βόρεια και δυτικά) στον Τζαβήτ πασά ο οποίος είχε τοποθετήσει τηλεβόλα και είχε περιχαρακώσει τους άνδρες του στις απέναντι ισχυρές κορυφές. Ο Φεττή πασάς με τις δυνάμεις του κατείχε τα βορείως της πόλεως υψώματα. Ο Καρά – Σαΐτ πασάς είχε μείνει μακριά, για να αποκρούσει κάθε επίθεση προερχόμενη από τη δυτική πλευρά.

Την 3η/16η Νοεμβρίου 1912 οι Σέρβοι, παρόλες τις δυσκολίες, απώθησαν τις Τουρκικές προφυλακές και η 1η μεραρχία του Μοράβα, αφού κατέλαβε το ύψωμα μεταξύ Λισολάτζ και Μπεράντζι, κατόπιν υπεράνθρωπων προσπαθειών, κατόρθωσε να ανεβάσει μια πυροβολαρχία ιππικού στο ύψωμα. Κατόπιν, ακολούθησε γεγονός το οποίο ματαίωσε τα σχέδια του Γενικού Επιτελείου για το Σερβικό δεξιό τμήμα. Αυτό αφού πέρασε τον ποταμό Σεμνίτζα και ήρθε σε συμπλοκή με τους Τούρκους στο Ομπλάκοβο, βρέθηκε εν συνεχεία εκτεθειμένο σε αντεπίθεση των Τούρκων και αναγκάσθηκε να ζητήσει ενισχύσεις. Το Ομπλάκοβο, λοιπόν, έγινε το κέντρο των επιχειρήσεων.

Δύο συντάγματα που στάλθηκαν, για να ενισχύσουν τη δεξιά πτέρυγα των Σέρβων, σπατάλησαν μια ολόκληρη ημέρα (4/17 Νοεμβρίου), για να μπορέσουν να διαβούν τον πλημμυρισμένο ποταμό Σεμνίτζα, ενώ δεχόταν συντονισμένα πυρά από το πυροβολικό και πεζικό των Τούρκων.

Ήταν τόσο ισχυρό το ρεύμα του ποταμού, ώστε ο στρατός χρειάστηκε να σχηματίσει συμπαγή ανθρώπινη αλυσίδα, για να μην παρασυρθεί από τα ορμητικά νερά. Γύρω στα μεσάνυχτα τα συντάγματα σταμάτησαν την πορεία τους και περιχαρακώθηκαν, αναμένοντας την επόμενη επίθεση. Ημέρα και νύχτα (4/17 Νοεμβρίου – 5/18 Νοεμβρίου) ο Τζαβήτ πασάς επεχείρησε σειρά αντεπιθέσεων εναντίον των Σέρβων.

Οι Σέρβοι αριθμητικά ήταν υποδεέστεροι και δίχως τηλεβόλα. Δεκατρείς φορές αποκρούσθηκαν οι Τούρκοι. Ήταν τεράστια η εξάντληση των Σέρβων. Ειπώθηκε, ότι αν ο Τζαβήτ επιχειρούσε δέκατη τέταρτη επίθεση, θα επιτύγχανε το σκοπό του.

Ήταν επίμονη η αλληλουχία των επιθέσεων αλλά και η άμυνα, ώστε τα αντιμαχόμενα σώματα συχνά κατείχαν χαρακώματα που απείχαν μεταξύ τους 10 ή 15 μέτρα. Σε πολλές περιπτώσεις οι αντίπαλοι μάχονταν σώμα με σώμα.

Τέλος, στις 6/19 Νοεμβρίου οι Σέρβοι κατόρθωσαν να πάρουν στην κατοχή τους τα υψώματα του Ομπλάκοβου, όπου και αναπαύθηκαν από την τέλεια εξάντληση στην οποία είχαν περιέλθει. Από τις θέσεις που τώρα κατείχαν ήταν δυνατόν να απειλούν την οδό που οδηγούσε στην Αχρίδα.

Ενώ αυτή η άγρια μάχη λάμβανε χώρα προς το δυτικό μέρος μέσα σε άθλιες καιρικές συνθήκες, οι υπόλοιπες Σερβικές δυνάμεις εντατικοποίησαν την πίεσή τους προς το Μοναστήρι από τα βορειοανατολικά. Η μεραρχία του Δουνάβεως έπρεπε να εκτελέσει το δυσκολότερο εγχείρημα της διάβασης της λίμνης που δημιούργησε ο πλημμυρισμένος ποταμός Τσέρνα. Σε απόσταση ενάμισυ μιλίου οι άνδρες ήταν υποχρεωμένοι να περάσουν πεζοί, πολλές φορές βυθισμένοι μέχρι τη μέση τους στο νερό. Απέναντί τους βρισκόταν μια γέφυρα η οποία είχε υποστεί βλάβη από το Τουρκικό πυροβολικό, επομένως δεν μπορούσαν να τη χρησιμοποιήσουν. Οι άνδρες πέρασαν το ρεύμα του ποταμού αλληλοσυγκρατούμενοι, για να μην παρασυρθούν, μέσα σε χαλάζι σφαιρών. Όποιος αποκοβόταν από τους συντρόφους τους, ή τον έπλητταν σφαίρες ή παρασυρόταν από το ρεύμα. Μόνο ένας από τους τρεις που περνούσαν το ποτάμι ήταν δυνατόν να πυροβολεί κατά του εχθρού. Τελικά, κατόρθωσαν να περάσουν στην αντίπερα όχθη και από εκεί έθεσαν εφ όπλου λόγχη και κυρίευσαν με επίθεση την τουρκική πυροβολαρχία η οποία τους είχε επί τόσην ώρα στο στόχο της.

«Το καλύτερο πεζικό της Ευρώπης». Αυτός ο χαρακτηρισμός χρησιμοποιήθηκε, για να σχολιαστεί το κατόρθωμα αυτό της Σερβικής αντοχής και ανδρείας το οποίο με αδρές γραμμές γράφεται στην ιστορία των Βαλκανικών πολέμων.

Στις 5/18 Νοεμβρίου οι Τούρκοι απελπισμένοι κινήθηκαν προς τα Δυτικά. Ο Τζαβήτ πασάς, επωφελούμενος από την πυκνή ομίχλη, κατόρθωσε να οδηγήσει το μεγαλύτερο μέρος του Τουρκικού στρατού προς την Αλβανία. Οι Τούρκοι εγκατέλειψαν, δεκάδες τηλεβόλα και μεγάλη ποσότητα προμηθειών.

Με την κατάληψη του Μοναστηριού η Σερβική εκστρατεία στην περιοχή ολοκληρώθηκε. Ο Τζαβήτ πασάς ο Αλή Ριζά, ο Ζεκή πασάς και οι Σουλεϊμάν Φαΐκ πασάς και Καρά Σαΐτ πασάς με τα απομεινάρια του Τουρκικού στρατού ξεχειμώνιασαν στην Αλβανία.

Μετά την υπογραφή της ειρήνης όλοι τους μεταφέρθηκαν με πλοία από την Αδριατική στην Κωνσταντινούπολη.

ΕΞΟΡΜΗΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ . Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ

Οι Σέρβοι γρήγορα θα μπορούσαν να φτάσουν στη Δυτική Μακεδονία. Οι Αλβανοί πάλι είχαν κηρύξει στην Αυλώνα την ανεξαρτησία τους υπό την προστασία της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας. Ονειρεύονταν τα σύνορα του νέου κράτους τους να φτάνουν στην Ν. Ήπειρο ως και την Πρέβεζα. Επομένως, έπρεπε οι Έλληνες να επισπεύσουν τις κινήσεις τους προς τις συγκεκριμένες περιοχές.

Ο Πρωθυπουργός Βενιζέλος υπέδειξε στον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο να κινηθεί ο Eλληνικός στρατός προς τη Δυτική Μακεδονία. Ο Κωνσταντίνος εξόρμησε προς τα Δυτικά 2/15 Νοεμβρίου 1912 επικεφαλής τεσσάρων μεραρχιών.

Ο Βενιζέλος προσπάθησε να πείσει τον Κωνσταντίνο να σπεύσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα προς το Μοναστήρι, για να επιτύχει συγκυριαρχία με τους Σέρβους. Ο Κωνσταντίνος αργοπορούσε, καθώς ακολουθούσε με σχολαστικότητα όλους τους στρατιωτικούς κανόνες σαν να επρόκειτο να αντιμετωπίσει συντεταγμένο εχθρικό στρατό, ενώ οι Τούρκοι ήταν απίθανο να επιτεθούν, εφόσον είχαν διαλυθεί σχεδόν από τους Σέρβους.

Ένα τηλεγράφημα του Βενιζέλου προς τον Κωνσταντίνο το οποίο του υποδείκνυε: «…… Προς επιτυχίαν επισπεύσεως της πορείας δύνασθε να απαλλάξητε τους στρατιώτας των προπορευομένων μεραρχιών από το να φέρουν γυλιούς» κάνει τον Κωνσταντίνο και το επιτελικό του περιβάλλον να καταληφθούν από οργή. Δεν αντέχουν το γεγονός ότι ο Βενιζέλος αναμειγνύεται σε στρατιωτικές λεπτομέρειες. Ο στρατός δεν καθυστερεί εν τέλει.

Οι κυριότερες πόλεις της Δυτικής Μακεδονίας είχαν ήδη καταληφθεί από την 5η Μεραρχία: Νάουσα, Βοδενά – Έδεσα (απελευθερώθηκαν μόνο από 3 στρατιώτες), Σκύδρα (Βερτικόπ), Καστοριά, Κοζάνη, Γρεβενά.

Ο Τουρκικός στρατός έτοιμος να διαλυθεί βρισκόταν πέρα από το Όστροβο (Άρνισσα). Μόνο κάποιες συμμορίες ένοπλων χωρικών από τα Καϊλάρια είχαν πλήξει αρκετά την 5η Μεραρχία.

***

Οι Σέρβοι πετυχαίνουν δυνατά πλήγματα στον Τουρκικό στρατό. Το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων του Ριζά πασά αιχμαλωτίζεται.

Γύρω από το Μοναστήρι δημιουργείται ένα κενό. Εισορμούν σε αυτό οι Σέρβοι από τα Βόρεια και οι Έλληνες από τα Ανατολικά.

Πρώτοι στο Μοναστήρι φτάνουν οι Σέρβοι. Ο Ελληνικές προφυλακές συνάντησαν Σερβικό Ιππικό και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς τη Φλώρινα. Μεγάλο μέρος των Ελλήνων κατοίκων του το εγκατέλειψαν, τρέφοντας άσβεστο μίσος για το Βενιζέλο τον οποίο θεώρησαν υπεύθυνο για το ότι έβαλε σε δέυτερη μοίρα το Μοναστήρι για χάρη της Θεσσαλονίκης. Σήμερα ανήκει στην Π.Γ.Δ.Μ. και το ονομάζουν Μπίτολα (αρχαία Βιτώλια).

Βαλκανική Κρίση 1875 έως 1878, Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος, Προπαρασκευ, Εθελοντές, Ιατρική Περίθαλψη, Υπογραφή Βαλκανικού Συμφώνου

Κατάληψη Ελασσόνας, Δεσκάτης, Η Μάχη του Σαραντάπορου, Απελευθέρωση Σερβίων, Κοζάνης, Απελευθέρωση Γρεβενών, Δεσκάτης, Απελευθέρωση Λιτοχώρου, Κατερίνης, Απελευθέρωση Βέροιας, Απελευθέρωση Έδεσσας, Κατάληψη Αμυνταίου, Η Μάχη των Γιαννιτσών, Απελευθέρωση Θεσσαλονίκης, Απελευθέρωση Χαλκιδικής, Αγίου Όρους, Η Μάχη του Ναλμπάκιοϊ, Απελευθέρωση Φλώρινας, Αμυνταίου, Πτολεμαΐδος, Επιχειρήσεις του Βουλγαρικού και Σερβικού στρατού

Ελληνικός στόλος, Κατάληψη της Λήμνου, Βύθιση του Φετίχ Μπουλέν, Κατάληψη Θάσου, Ίμβρου, Αϊ Στράτη, Σαμοθράκης, Ψαρών, Τενέδου, Ναυμαχία Έλλης, Απελευθέρωση Μυτιλήνης, Απελευθέρωση Χίου, Ναυμαχία Λήμνου, Απελευθέρωση Σάμου, Δράση Μοίρας Ιονίου, Αξιωματικοί του Ναυτικού, Θωρηκτό Αβέρωφ

Στρατιά 'Ηπειρου, Κατάληψη Πρέβεζας, Πέντε Πηγαδιών, Η πορεία προς τα Ιωάννινα, Απελευθέρωση Ιωαννίνων, Οι τελευταίες ημέρες του βασιλέως Γεωργίου, Αεροπορία, Γεγονότα πριν το τέλος του Α΄Βαλκανικού

Αυτόνομη Βόρεια Ήπειρος

Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, Η Μάχη της Θεσσαλονίκης, Η Μάχη Κιλκίς, Λαχανά, Η κατάληψη της Δοϊράνης, Απελευθέρωση Σερρών, Δράμας, Δοξάτου, Ξάνθης, Κομοτηνής, Απελευθέρωση Καβάλας, Συνθήκη Βουκουρεστίου

Απελευθέρωση Κρήτης

Μετάλλια της Εποχής 1912 και 1913, Εξώφυλλα τετραδίων της Εποχής 1912 και 1913, Ημερήσιος τύπος 1912 και 1913, Αλληλογραφραφία από το μέτωπο, Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄, Ελευθέριος Βενιζέλος, Παύλος Κουντουριώτη

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ (Balkan Wars 1912 . 1913) ανήκει στην Οικογένεια Ποταμιάνου Ε.Κ.Α. (Ηπειρωτική).

Συναποτελείται από συλλογές, που αφορούν την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, του Μανουσάκη και άλλων.

Η Έρευνα, η Συγγραφή και η Επιμέλεια της ύλης πραγματοποιήθηκαν από την Αργυρή Κ. Μπαξεβάνου, Φιλόλογο και Συγγραφέα.

Υπεύθυνη Σχεδιασμού και Διαχείρισης ιστοσελίδος Ειρήνη Μαρία Β. Ταμπάκη, φοιτήτρια Μηχανικών Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών Π.Ε.

Ευγενική υποστήριξη Βασίλειος Α. Ταμπάκης, Δρ. Δασολογίας

Το υλικό στην πρωτογενή του μορφή εκτίθεται στην Ιερά Μονή Ευαγγελισμού, Σκιάθου.